Τι σημαίνει το scratch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scratch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scratch στο Αγγλικά.

Η λέξη scratch στο Αγγλικά σημαίνει γρατζουνιά, γρατζουνιά, ξύνω, ξύνομαι, γρατζουνάω, γρατζουνώ, γδέρνω, ξύνω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, φαγουρίζω, ξύνω, ξύνω, φαγουρίζω, ξύνω, από την αρχή, από το μηδέν, τα βγάζω πέρα, λαχείο, διαγράφω, βγάζω, τα βγάζω πέρα, μπλοκ, πρόχειρο χαρτί, εξετάζω επιφανειακά, ικανοποιητικός, επαρκής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scratch

γρατζουνιά

noun (cut, scrape on skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brian fell off a ladder into a rose bush and he's covered in scratches.
Ο Μπράιαν έπεσε από τη σκάλα πάνω σε μια τριανταφυλλιά και είναι γεμάτος γρατζουνιές.

γρατζουνιά

noun (scrape on surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This old table has several scratches.
Το παλιό τραπέζι έχει πολλές γρατζουνιές.

ξύνω

transitive verb (itch: rub with fingernails)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally scratched her itchy foot.
Η Σάλι έξυσε το πόδι της που τη φαγούριζε.

ξύνομαι

intransitive verb (rub body with fingernails)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry had been bitten by mosquitoes and was scratching constantly.
Τον Λάρι τον τσίμπησαν κουνούπια και ξυνόταν διαρκώς.

γρατζουνάω, γρατζουνώ, γδέρνω, ξύνω

transitive verb (scrape, leave a mark on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen scratched her car trying to get into a parking space that was too small.
Η Έλεν έγδαρε το αυτοκίνητό της προσπαθώντας να μπει σε έναν χώρο στάθμευσης που παραήταν μικρός.

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

transitive verb (figurative, informal (cancel) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
So, let's meet on Tuesday. Oh, actually, Tuesday's no good, so scratch that; we'll do Wednesday instead.
Λοιπόν, ας συναντηθούμε την Τρίτη. Αλλά όχι δεν είναι καλά την Τρίτη, αφήστε το (or: ξεχάστε το). Θα το κάνουμε καλύτερα την Τετάρτη.

φαγουρίζω, ξύνω

intransitive verb (irritate skin) (καθομ: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This jumper really scratches!

ξύνω

transitive verb (remove by scratching)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick scratched the label off the jar.

φαγουρίζω, ξύνω

transitive verb (chafe, irritate) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The label in this shirt is scratching me; I'll have to cut it out.

από την αρχή, από το μηδέν

adverb (starting with the raw materials)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I made the cake with no mix, completely from scratch.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όχι, δεν αγόρασα έτοιμη μπεσαμέλ! Την έφτιαξα από το μηδέν μόνη μου.

τα βγάζω πέρα

verbal expression (obtain daily necessities with difficult)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She managed to scrape out an existence by working three low-paying jobs.

λαχείο

noun (UK (instant lottery ticket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry was feeling lucky so he went to his local shop to buy a scratch card.

διαγράφω

(text: strike)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The salesman scratched out the price and wrote a lower one.

βγάζω

(remove by clawing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think that crazy cat was trying to scratch my eyes out!

τα βγάζω πέρα

verbal expression (informal (struggle to earn money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even with two jobs it's hard to scratch out a living in this city.

μπλοκ

noun (US (wad of paper for scribbling notes)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I keep a scratch pad by the phone so I can jot down who called.

πρόχειρο χαρτί

noun (US (rough paper for notes, etc.)

Just use scratch paper to quickly write down your ideas. You can use those nearly blank pages that have run through the printer as scratch paper.

εξετάζω επιφανειακά

verbal expression (figurative (examine superficially)

The author never manages more than to scratch the surface of life.

ικανοποιητικός, επαρκής

adjective (informal, figurative (meets expected standard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I didn't get the job as a tour guide because my spoken Spanish wasn't up to scratch.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scratch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του scratch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.