Τι σημαίνει το screw στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης screw στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του screw στο Αγγλικά.

Η λέξη screw στο Αγγλικά σημαίνει βίδα, βίδα, βιδώνω, στροφή, βιδώνω, γυρίζω, στρίβω, παραμορφώνω, τσαλακώνω, πηδάω, το κάνω, πήδημα, προπέλα, έλικα, φύλακας, μισθός, λουρί, περιστρέφομαι, γυρίζω, εκβιάζω, ξεζουμίζω, αποσπώ, αναγκάζω, εξαπατώ, χαζολογάω, χαζολογώ, χασομερώ, πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο, βιδώνω, ξεκουμπίζομαι, κάνω πουστιά, μορφάζω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ, γαμάω κπ, κεφαληφόρος κοχλίας, ακέφαλη βίδα, ξυλόβιδα, βλήτρο, μικρή βίδα, ούπα, βιδώνω, ξαναβιδώνω, βιδωτό καπάκι, μάπα, ξεβιδώνω, βιδώνω, βιδώνομαι, βιδώνω, σπείρωμα, βιδωτό καπάκι, με βιδωτό καπάκι, κάνω κτ μπαλάκι, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, λάθος, κατσαβίδι, ξυλόβιδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης screw

βίδα

noun (fastener)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Screws have a better holding power than nails.
Οι βίδες έχουν μεγαλύτερη αντοχή από τα καρφιά.

βίδα

noun (threaded pin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The screws have a slot or star-shaped head.
Οι βίδες έχουν μια σχισμή ή ένα σχήμα αστεριού στην κεφαλή.

βιδώνω

transitive verb (fasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He screwed the bookshelves to the wall.
Βίδωσε τα ράφια στον τοίχο.

στροφή

noun (turn of a screw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The manual calls for five screws clockwise.
Το εγχειρίδιο συστήνει πέντε στροφές της βίδας κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού.

βιδώνω

intransitive verb (fasten with a screw)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bottle cap screws on and off.
Το καπάκι του μπουκαλιού βιδώνει και ξεβιδώνει.

γυρίζω, στρίβω

transitive verb (turn, twist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to screw it the other way or it won't work.
Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει.

παραμορφώνω

(contort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He screwed his face into an expression of extreme concentration.
Παραμόρφωσε το πρόσωπό του παίρνοντας μια έκφραση πολύ έντονης συγκέντρωσης.

τσαλακώνω

(crumple) (κάτι και το κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She screwed the paper into a ball and threw it in the bin.
Τσαλάκωσε το χαρτί κάνοντάς το μπαλάκι και το πέταξε στο καλάθι.

πηδάω

transitive verb (vulgar, slang (have sex with) (υβριστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think Jay screwed that girl last night.
Νομίζω ότι ο Τζέι πήδηξε εκείνη την κοπέλα χθες βράδυ.

το κάνω

intransitive verb (vulgar, slang (have sex)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack and I spent all night screwing instead of going to the party.
Με τον Τζακ το κάναμε όλο το βράδυ αντί να πάμε στο πάρτυ.

πήδημα

noun (slang, vulgar (sex) (υβριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He doesn't love her; he just wants a screw.

προπέλα, έλικα

noun (propeller)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The submarine had a very quiet screw, undetectable by some sonar devices.

φύλακας

noun (slang (prison guard)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
His years as a prison screw were tough.

μισθός

noun (dated, UK, slang (wages)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're going to the pub when we've had our screw.

λουρί

plural noun (figurative, informal (coercion) (μεταφορικά: σφίγγω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vinny G. tightened the screws by putting the guy's wife in danger.

περιστρέφομαι

intransitive verb (turn like a screw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stage set screws around to reveal a second scene.

γυρίζω

intransitive verb (rotate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bolt won't screw in the hole.

εκβιάζω

intransitive verb (extort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He has never done an honest day's work, just stealing and screwing.

ξεζουμίζω

transitive verb (extract) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They screwed every last penny out of him.
Τον ξεζούμισαν, του πήραν και την τελευταία δεκάρα.

αποσπώ

transitive verb (extort)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The taxman screws all the profit out of the business.
Ο φοροεισπράκτορας απέσπασε όλο το κέρδος της επιχείρησης.

αναγκάζω

transitive verb (coerce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They screwed the hostage into giving them the names they wanted.

εξαπατώ

transitive verb (informal (cheat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The embezzler had screwed the system.

χαζολογάω, χαζολογώ, χασομερώ

phrasal verb, intransitive (slang, vulgar (waste time) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Norman didn't finish his homework because he was screwing around on his skateboard.

πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο

phrasal verb, intransitive (slang, vulgar (be promiscuous) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We were surprised when Bill stopped screwing around and settled down with Sally.

βιδώνω

phrasal verb, transitive, separable (twist into place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The light bulb broke as he was screwing it in.

ξεκουμπίζομαι

phrasal verb, intransitive (potentially offensive, US, slang (go away, leave) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πουστιά

phrasal verb, transitive, separable (slang, vulgar (betray) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He screwed me over by not putting my name on the report.

μορφάζω

phrasal verb, transitive, separable (twist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kids screwed up their faces when I suggested they tidy their rooms.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

phrasal verb, intransitive (informal (make an error, do [sth] incorrectly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was counting on him to do the calculations correctly, but he screwed up.
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (do badly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We've only got one chance so don't screw this up.
Έχουμε μόνο μία ευκαιρία οπότε μην τα κάνεις θάλασσα.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (ruin or spoil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've totally screwed up this soup by putting too much salt in it.
Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι.

κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (US, figurative, slang, vulgar (try to deceive) (αργκό: εξαπατώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη μου κάνεις καμιά πουστιά (or: παίξεις καμιά πουστιά) την έβαψες!

γαμάω κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (US, figurative, slang, vulgar (waste the time of) (μτφ: αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
New: Μη μας γαμάς τώρα ρε φίλε. Είμαστε έξω από το σινεμά και σε περιμένουμε μισή ώρα!

κεφαληφόρος κοχλίας

(mechanics)

ακέφαλη βίδα

noun (headless metal bolt)

ξυλόβιδα

noun (type of threaded bolt) (είδος βίδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλήτρο, μικρή βίδα

noun (small bolt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ούπα

noun (small reinforcing rod)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βιδώνω

verbal expression (twist back into place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't forget to screw the top of the toothpaste tube back on.

ξαναβιδώνω

verbal expression (twist back into place) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't screw the top back on the bottle, the ketchup will congeal.

βιδωτό καπάκι

noun (lid that is secured by twisting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Screw caps can be difficult to open for people with severe arthritis.

μάπα

noun (type of fastening) (είδος βίδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξεβιδώνω

(remove by unscrewing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βιδώνω, βιδώνομαι

(fasten by twisting)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This attachment screws on to the machine.

βιδώνω

(twist into place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπείρωμα

noun (ridge of a screw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιδωτό καπάκι

noun (lid that twists shut)

με βιδωτό καπάκι

adjective (bottle, lid: that twists shut)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ μπαλάκι

(crumple into ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marilyn screwed up the piece of paper and threw it in the bin.
Η Μέρλιν έκανε μπαλάκι το χαρτί και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων.

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

interjection (slang, vulgar (expressing contempt) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
“Hey buddy, screw you,” said the drunk.

λάθος

noun (US, slang (mistake, blunder)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a screw-up at the restaurant and we were charged too much on the bill.

κατσαβίδι

noun (tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you got a screwdriver? I need one to put up this shelf.
Έχεις ένα κατσαβίδι; Το χρειάζομαι για να τοποθετήσω αυτό το ράφι.

ξυλόβιδα

(type of screw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του screw στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του screw

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.