Τι σημαίνει το shortest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shortest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shortest στο Αγγλικά.

Η λέξη shortest στο Αγγλικά σημαίνει κοντύτερος, συντομότερος, μικρότερος, κοντός, κοντός, κοντός, μικρός, σύντομος, σύντομος, υποκοριστικό, απότομος, ξεμένω από κτ, ανοικτός, βραχύς, σφηνάκι, συντομευμένος, μου λείπει κτ, απότομα, -, σε θέση short, -, ταινία μικρού μήκους, βραχυκύκλωμα, short, σε θέση short, σορτς, εκτός από το να κάνω κτ, βραχυκυκλώνω, βραχυκυκλώνω, κάνω ανοιχτή πώληση, ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή, γρηγορότερος τρόπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shortest

κοντύτερος

adjective (least tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συντομότερος

adjective (lasting least time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρότερος

adjective (distance: least far)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντός

adjective (length)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please hand me the short rope.
Σε παρακαλώ δώσε μου το κοντό σκοινί.

κοντός

adjective (height: not tall)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boy is too short to reach.
Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει.

κοντός

adjective (clothing: not long)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His trousers were short, so you could see quite a bit of hairy leg above his socks when he sat down.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ψήλωσα από πέρσι και το παντελόνι μου είναι κοντό.

μικρός

adjective (distance: not far)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's only a short walk from here.
Είναι πολύ μικρή η απόσταση από εδώ.

σύντομος

adjective (of brief duration)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That movie was very short.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν βραχύς ο βίος του.

σύντομος

adjective (concise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her speech was short and to the point.
Η ομιλία της ήταν σύντομη και επί του θέματος.

υποκοριστικό

(abbreviation of) (για όνομα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The name "Betty" is sometimes short for "Elizabeth".
Το όνομα Μπέτυ είναι μερικές φορές το υποκοριστικό του Ελίζαμπεθ.

απότομος

(informal (abrupt, curt) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When I asked him if he could help, he was rather short with me.
Όταν ζήτησα τη βοήθειά του, μου έδωσε μια κάπως κοφτή απάντηση.

ξεμένω από κτ

verbal expression (informal (short of: not enough)

We're short on printer ink.
Ξεμείναμε από μελάνι για τον εκτυπωτή.

ανοικτός

adjective (figurative (finance: of a short sale) (για πώληση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He held a short position on the stock.

βραχύς

adjective (phonetics)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The short vowels are common in English.

σφηνάκι

adjective (of a small drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'd like a short cocktail, please.
Ένα κοκτέιλ σε σφηνάκι, παρακαλώ.

συντομευμένος

adjective (abbreviated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm is the short form of I am.

μου λείπει κτ

(pejorative, informal (lacking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new leader of the party is short on charm; he'll never win over the voters.

απότομα

adverb (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sight of the accident made us stop short.

-

adverb (on near side of a target) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The arrow fell short.
Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο.

σε θέση short

adverb (baseball: position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The outfielders were playing short.

-

adverb (insufficient) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The cashier came up short.
Ο ταμίας δεν είχε αρκετά χρήματα για ρέστα.

ταινία μικρού μήκους

noun (cinema: brief film)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Bill produced a short that won a prize.

βραχυκύκλωμα

noun (electricity: short circuit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Crossed wires produced a short in the system.

short

noun (garment size) (σπάνιο: για ρούχα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My coat is a forty-two short.

σε θέση short

noun (baseball: position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Daniels is playing third, while James is at short.

σορτς

plural noun (short pants)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I'll wear shorts and sandals, since it's hot today.
Θα φορέσω πέδιλα και κοντό παντελόνι σήμερα με τόση ζέστη.

εκτός από το να κάνω κτ

preposition (except)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know what to do, short of leaving.
Δεν ξέρω τι να κάνω, εκτός από το να φύγω.

βραχυκυκλώνω

intransitive verb (short circuit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The entire circuit shorted out.

βραχυκυκλώνω

transitive verb (short circuit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dripping water shorted the fuse box.

κάνω ανοιχτή πώληση

transitive verb (to sell shares short)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He shorted the stock because he thought the value was going to fall.

ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή

noun (quickest route)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shortest way home is by driving over the mountain.

γρηγορότερος τρόπος

noun (informal (fastest method)

The shortest way to do the calculations would be on the computer.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shortest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shortest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.