Τι σημαίνει το singles στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης singles στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του singles στο Αγγλικά.

Η λέξη singles στο Αγγλικά σημαίνει μοναδικός, ενιαίος, ανύπαντρος, απλός, για εργένηδες, ατομικός, μονόκλινος, μονός, μεμονωμένος, μονόκλινο δωμάτιο, απλό εισιτήριο, σίνγκλ, single, χτύπημα μέχρι την πρώτη βάση, δολάριο, μονός αγώνας, εργένηδες, εργένισσες, φτάνω στην πρώτη βάση, ξεχωρίζω, επιλέγω, διαλέγω, ξεχωρίζω, εφ'ενός ζυγού, κανείς, ούτε ψυχή, κανείς, απλό εισιτήριο, μονό κρεβάτι, μονοκύτταρος, κρέμα γάλακτος, απλή λογιστική καταχώρηση, εφ'ενός ζυγού, ελεύθερη κοπέλα, μονόκλινο δωμάτιο, ελεύθερη, single malt ουίσκι, ελεύθερος άντρας, εργένης, ανύπαντρη μητέρα, ανύπαντρος γονέας, ελεύθερος, χωρίς δεσμό, μονόκλινο δωμάτιο, μονό διάστιχο, απλό διάστημα χαρακτήρων, μονό διάστιχο, εισιτήριο μονής μετάβασης, ελεύθερη γυναίκα, εργένισσα, μονόκουμπος, μονοκύτταρος, μονώροφο λεωφορείο, μονοκατοικία, μονοκατοικία, από μόνος μου, από μόνος μου, αποφασισμένος, μονομέρεια, μονογονεϊκός, μονοφασικός, αμιγής, μονής λωρίδας, στενόμυαλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης singles

μοναδικός

adjective (only one) (μόνο ένας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I just have a single beer left. Who wants it?
Μου έχει μείνει μία μοναδική μπίρα. Ποιος τη θέλει;

ενιαίος

adjective (united)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two companies merged to make a single, larger company.
Οι δύο εταιρείες συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν μια ενιαία, μεγαλύτερη εταιρεία.

ανύπαντρος

adjective (unmarried)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She remained single until she was 24 years old.
Παρέμεινε εργένισσα μέχρι τα 24 της.

απλός

adjective (one-way)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He bought a single ticket to Paris and planned to drive home.
Αγόρασε ένα εισιτήριο απλής μετάβασης για το Παρίσι και σχεδίασε να επιστρέψει με αυτοκίνητο.

για εργένηδες

adjective (for single people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She went on a singles holiday to Antigua.
Πήγε σε μια εκδρομή για εργένηδες στην Αντίγκουα.

ατομικός

adjective (serving: for one person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He ordered a single serving of French fries.
Παρήγγειλε μια ατομική μερίδα τηγανητές πατάτες.

μονόκλινος

adjective (room: for a single person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I booked a single room, so unfortunately you can't stay with me.
Έκλεισα μονόκλινο δωμάτιο, γι' αυτό δυστυχώς δεν μπορείς να μείνεις μαζί μου.

μονός

adjective (flower: with one ring of petals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a single petunia, but I prefer the doubles.

μεμονωμένος

noun (single thing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have lots of sets and pairs, but not one single.

μονόκλινο δωμάτιο

noun (single room)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He was travelling alone, so his room was just a single.

απλό εισιτήριο

noun (UK (single ticket)

She bought a single to Paris and planned to drive back.

σίνγκλ, single

noun (record, CD with 1-2 songs)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She loved the song, so she bought the single.
Της άρεσε πολύ το τραγούδει οπότε αγόρασε το σινγκλ.

χτύπημα μέχρι την πρώτη βάση

noun (baseball: base hit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He hit two singles in that game.

δολάριο

noun (US (one dollar bill) (χαρτονόμισμα του ενός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She had three singles and a five in her wallet.

μονός αγώνας

plural noun (tennis match between individuals)

He played in both the singles and doubles.

εργένηδες, εργένισσες

plural noun (individuals not in a relationship)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Yeah, there were plenty of singles at the party.

φτάνω στην πρώτη βάση

intransitive verb (baseball: get to 1st base) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He singled in the eighth inning.

ξεχωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (identify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

phrasal verb, transitive, separable (select specifically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher always singles me out and I never know the answer to her questions.

ξεχωρίζω

phrasal verb, transitive, separable (give [sb] special attention)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφ'ενός ζυγού

adverb (one behind another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The horses walked in single file along the narrow track.

κανείς

expression (not one from a group)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Jackie tried on several dresses, but not a single one was the right size.

ούτε ψυχή, κανείς

pronoun (nobody, not anyone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not a single person was in favour of the price increases.

απλό εισιτήριο

noun (transport: single-journey fare)

I didn't know when I would be coming back, so I bought a one-way ticket.

μονό κρεβάτι

noun (bed for one person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μονοκύτταρος

adjective (organism: having one cell)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρέμα γάλακτος

noun (UK (dairy product: thin or light cream)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απλή λογιστική καταχώρηση

noun (simple accounting system)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εφ'ενός ζυγού

noun (movement: one after another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεύθερη κοπέλα

noun (young woman without a partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μονόκλινο δωμάτιο

noun (accommodation for one person in a hotel)

ελεύθερη

noun (woman without a partner)

single malt ουίσκι

noun (abbr (single malt whisky)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I prefer a single malt to blended whisky.

ελεύθερος άντρας, εργένης

noun (adult male without a partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Are there any single men here tonight?

ανύπαντρη μητέρα

noun (female parent without a partner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's been a single mother since her husband died last year.

ανύπαντρος γονέας

noun (mother or father without a partner)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος, χωρίς δεσμό

noun ([sb] without a partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah created a dating site for single people who are looking for a relationship.

μονόκλινο δωμάτιο

noun (hotel room for one person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The single rooms here are no wider than the beds they contain. I'd like to book a single room with shower, please.
Τα μονόκλινα δωμάτια εδώ δεν είναι μεγαλύτερα από τα κρεβάτια που διαθέτουν. Θα ήθελα να κάνω κράτηση για ένα μονόκλινο δωμάτιο με μπάνιο, παρακαλώ.

μονό διάστιχο

noun (typing: half space between lines)

απλό διάστημα χαρακτήρων

noun (typing: one space between characters)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μονό διάστιχο

noun (text layout: no extra space between lines)

εισιτήριο μονής μετάβασης

(one-way ticket)

ελεύθερη γυναίκα, εργένισσα

noun (adult female without a partner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She broke up with her boyfriend and is now a single woman again.

μονόκουμπος

adjective (jacket style) (για πανωφόρια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μονοκύτταρος

adjective (organism: made of one cell)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μονώροφο λεωφορείο

noun (UK, informal (bus: having one level)

μονοκατοικία

adjective (type of dwelling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονοκατοικία

noun (house: detached)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

από μόνος μου

adjective (done by one person alone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clare Francis made a single-handed voyage across the Atlantic.

από μόνος μου

adverb (by one person, without aid)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My mother raised five of us single-handed.

αποφασισμένος

adjective (determined, focused)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mandy's single-minded efforts to join the team finally paid off.

μονομέρεια

noun (focused on one thing) (αρνητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονογονεϊκός

noun as adjective (with one parent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μονοφασικός

adjective (involving single alternating voltage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμιγής

adjective (school: girls- or boys-only) (σχοελείο, μόνο ένα φύλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are pros and cons to single-sex education.

μονής λωρίδας

adjective (road, railway) (δρόμος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στενόμυαλος

adjective (figurative (having narrow scope) (προκαταλήψεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That man has a single-track mind; all he ever thinks about is work.
Αυτός ο άντρας είναι κολλημένος, το μόνο που σκέφτεται είναι η δουλειά του.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του singles στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του singles

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.