Τι σημαίνει το sinking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sinking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sinking στο Αγγλικά.
Η λέξη sinking στο Αγγλικά σημαίνει βύθιση, βυθιζόμενος, κόμπος, που πέφτει, καθίζηση, βυθίζομαι, βυθίζομαι, πέφτω, βυθίζω, νεροχύτης, νιπτήρας, καταγώγιο, ψύκτρα, καταβόθρα, βυθίζομαι, ραγίζω, σπάω, σβήνω, καθιζάνω, καταστρέφω, σκάβω, χαράζω, χαράσσω, χάνω, θάβω, βάζω κτ στην τρύπα, άσχημο προαίσθημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sinking
βύθισηnoun (of boat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sinking of the Bismarck took place in 1941. |
βυθιζόμενοςadjective (boat) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) All the passengers on the sinking ferry were rescued and taken to shore. |
κόμποςadjective (figurative (anxious) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I heard the news with a sinking heart. With a sinking stomach, she saw that her boss was already at his desk. Άκουσα τα νέα με ένα κόμπο στην καρδιά. Με έναν κόμπο στο στομάχι, είδε ότι το αφεντικό της ήταν κιόλας στο γραφείο του. |
που πέφτειadjective (figurative (falling, dropping) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Investors are worried about the company's sinking stock prices. |
καθίζησηnoun (figurative (fall, drop) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The extraction of resources such as oil can lead to the sudden sinking of nearby land. |
βυθίζομαιintransitive verb (fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A stone will sink in water. Οι πέτρες βουλιάζουν στο νερό. |
βυθίζομαιintransitive verb (ship, boat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ship sank after hitting an iceberg. Το πλοίο βούλιαξε όταν χτύπησε ένα παγόβουνο. |
πέφτωintransitive verb (prices, etc.: fall) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The price of gas sank to a new low. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ. |
βυθίζωtransitive verb (ship, boat: cause to sink) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The torpedo sank the ship. Η τορπίλη βύθισε το πλοίο. |
νεροχύτηςnoun (basin in kitchen) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Just put the dirty dishes in the sink and I will clean them later. Απλά βάλε τα βρόμικα πιάτα στο νεροχύτη και θα τα πλύνω αργότερα. |
νιπτήραςnoun (hand basin in bathroom) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When Ian brushes his teeth, he gets toothpaste all over the sink. |
καταγώγιοnoun (US, figurative (corrupt place) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stay out of that bar. It's a dirty, nasty sink. |
ψύκτραnoun (heat sink) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The computer needs another sink because it gets too hot. |
καταβόθραnoun (sink-hole) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The underground river caused a number of sinks in the land around there. |
βυθίζομαιintransitive verb (figurative (fall: sun) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It was beautiful to watch the sun sink over the horizon. |
ραγίζω, σπάωintransitive verb (figurative (heart: feel sad, disappointed) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her heart sank when she found out that he didn't like her. |
σβήνωintransitive verb (dying person) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He sank away slowly, and finally died that night. Έσβηνε αργά και τελικά πέθανε εκείνη τη νύχτα. |
καθιζάνωintransitive verb (subside) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The land will probably sink over time. |
καταστρέφωtransitive verb (figurative (cause to fail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The stock market crash sank the company. |
σκάβωtransitive verb (dig) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mine owner is sinking a new shaft over there. We plan to sink a well. |
χαράζω, χαράσσωtransitive verb (engrave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The engraver sank the initials into the cup. |
χάνωtransitive verb (US, informal, figurative (lose: money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He sank ten thousand dollars, gambling last weekend. |
θάβωtransitive verb (US, informal, figurative (ignore, suppress) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The government aide pressurised the newspaper to sink the story. |
βάζω κτ στην τρύπαtransitive verb (informal (billiards: pocket a ball) (μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It was a difficult shot, but he sank the ball. |
άσχημο προαίσθημαnoun (dread) I had the sinking feeling that something had gone wrong at work. I just got this sinking feeling in my stomach as I dialed my grandpa’s number. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sinking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sinking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.