Τι σημαίνει το south στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης south στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του south στο Αγγλικά.

Η λέξη south στο Αγγλικά σημαίνει νότος, νότιος, νότια, νότος, Νότος, κάτω στο Νότο, στο Νότο, κάτω στο Νότο, στο Νότο, στα νότια, πάω κατά διαόλου, Νέα Νότια Ουαλία, Νότια Αφρική, Νοτιοαφρικανός, Νοτιοαφρικανικός, Νότια Αμερική, Νοτιοαμερικανός, Νοτιοαμερικανικός, Νοτιοαμερικανός, Νοτιοαμερικανή, Νότια Καρολίνα, Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσα, Νότια Ντακότα, Νότιο Νησί, Νότια Κορέα, Νοτιοκορεάτης, Νοτιοκορεάτισσα, νοτιοκορεάτιοκος, Νότιος Πόλος, από το Νότιο Βιετνάμ, που κατάγεται από το Νότιο Βιετνάμ, νότια προσανατολισμένος, νότια νοτιοδυτικά, νότιος νοτιοδυτικός, νοτιοανατολικά, νοτιοανατολικά, νοτιοανατολικός, νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικός, με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά, νοτιοδυτικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης south

νότος

noun (direction) (σημείο ορίζοντα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gas station is two km further to the south.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Ελλάδα βρίσκεται νοτίως της Βουλγαρίας.

νότιος

adjective (in or of the south)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She lives on the south side of town.
Ζει στη νότια πλευρά της πόλης.

νότια

adverb (toward the south)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Turn south on this street.
Στρίψε νότια σε αυτόν τον δρόμο.

νότος

noun (southern region)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
People in the south are friendly.

Νότος

noun (US (US Southeast) (νότιες ΗΠΑ)

In the South, the people are much more friendly.

κάτω στο Νότο, στο Νότο

adverb (US (in Southern States)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάτω στο Νότο, στο Νότο

adverb (UK (in Southern counties)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Jack's been living down south in Kent for many years now.

στα νότια

adverb (any country: in the south)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Down south in India is the ancient trading port of Cochin.

πάω κατά διαόλου

intransitive verb (slang (fail, go bad) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Things here started to go south when the coal mine shut down.

Νέα Νότια Ουαλία

noun (initialism (New South Wales)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Νότια Αφρική

noun (southernmost country in Africa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
South Africa is the largest country in Southern Africa.

Νοτιοαφρικανός

noun (person from South Africa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My brother-in-law is married to a South African.

Νοτιοαφρικανικός

adjective (of, from South Africa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The South African athlete won the medal.

Νότια Αμερική

noun (Latin American continent)

The Andes Mountains are in South America.

Νοτιοαμερικανός, Νοτιοαμερικανικός

adjective (of or from South America)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The llama is a South American animal.

Νοτιοαμερικανός, Νοτιοαμερικανή

noun ([sb] from South America)

Two of the best players on the team are South Americans.
Δύο από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας είναι Νοτιοαμερικανοί.

Νότια Καρολίνα

noun (US state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Columbia is the capital of South Carolina.

Θάλασσα της Νότιας Κίνας, Νότια Κινεζική Θάλασσα, Νότια Σινική Θάλασσα

noun (Pacific Ocean around southern Asia)

Νότια Ντακότα

noun (US state)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Νότιο Νησί

noun (New Zealand's lower island) (Νέα Ζηλανδία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Νότια Κορέα

noun (country in Asia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The capital of South Korea is Seoul.

Νοτιοκορεάτης, Νοτιοκορεάτισσα

noun (person from South Korea)

Seo-yeon is South Korean.

νοτιοκορεάτιοκος

adjective (of or from South Korea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is one of my favorite South Korean beers.

Νότιος Πόλος

noun (Earth's southernmost point)

It was a race to see who could reach the south pole first. Only penguins live at the South Pole.
Ήταν ένας αγώνας για να δουν ποιος θα μπορούσε να φτάσει πρώτος στο Νότιο Πόλο. Μόνο πιγκουίνοι ζουν στο Νότιο Πόλο.

από το Νότιο Βιετνάμ

adjective (of or from South Vietnam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που κατάγεται από το Νότιο Βιετνάμ

plural noun (people of South Vietnam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νότια προσανατολισμένος

adjective (turned in southward direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νότια νοτιοδυτικά

noun (compass direction) (κατεύθυνση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

νότιος νοτιοδυτικός

noun as adjective (compass direction)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

νοτιοανατολικά

noun (south-eastern region)

Florida is in the south east of the United States.

νοτιοανατολικά

noun (compass point: SE)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The antique compass has a tiny emerald at southeast, and a sapphire at northeast.

νοτιοανατολικός

adjective (coming from the southeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νοτιοανατολικός

adjective (in, of the southeast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tourists were eager to taste some southeast cuisine.

νοτιοδυτικός

noun (south-western region)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The weather is typically very dry in the southwest.

νοτιοδυτικός

noun (compass point: SW)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Southwest is marked with the letters "SW."

νοτιοδυτικός

adjective (in, of the southwest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Southwest architecture can now be found throughout the country.

με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά

adjective (towards the southwest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The southwest window lets the late afternoon light into the room.

νοτιοδυτικός

adjective (coming from the southwest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του south στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του south

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.