Τι σημαίνει το soup στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soup στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soup στο Αγγλικά.
Η λέξη soup στο Αγγλικά σημαίνει σούπα, ομίχλη, βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω, σούπα με μακαρόνια σε σχήμα γραμμάτων, κοτόσουπα, κοτόσουπα, μανιταρόσουπα βελουτέ, σούπα με αυγά, κινέζικη σούπα με αβγά, γαλλική κρεμμυδόσουπα, είδος φασολάδας, κινέζικη καυτερή σούπα, σούπα μίσο, από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουρά, μπιζελόσουπα, πατατόσουπα, βαθύ πιάτο σούπας, σουπιέρα, συσίτειο, σούπα ημέρας, κατσαρόλα, ντοματόσουπα, γαβάθα, σουπιέρα, σούπα με λαχανικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soup
σούπαnoun (liquid food) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do you want some noodle soup for lunch? Θες σούπα με ζυμαρικά για μεσημεριανό; |
ομίχληnoun (figurative (fog) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'd better stop. It's dangerous driving through this soup. |
βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνωphrasal verb, transitive, separable (slang (enhance: an engine, etc.) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car had been souped up with twin exhaust pipes and a fancy spoiler. |
σούπα με μακαρόνια σε σχήμα γραμμάτωνnoun (soup with pasta letters) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) My two-year old niece will only eat alphabet soup. |
κοτόσουπαnoun (meat, noodles in broth) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's nothing better than chicken noodle soup when you're not feeling well. |
κοτόσουπαnoun (food: soup with chicken) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chicken soup often contains noodles. |
μανιταρόσουπα βελουτέnoun (thick soup containing mushroom) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Many people use canned cream of mushroom soup in recipes. |
σούπα με αυγάnoun (Chinese soup) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A typical appetizer on a Chinese restaurant menu is egg drop soup. |
κινέζικη σούπα με αβγάnoun (egg drop soup, Chinese soup containing eggs) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In San Francisco it's almost obligatory to start lunch with egg flower soup. |
γαλλική κρεμμυδόσουπαnoun (soup with caramelized onions) I like a broiled cheese crust on French onion soup. |
είδος φασολάδαςnoun (bean soup of southern US) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κινέζικη καυτερή σούπαnoun (Chinese soup recipe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σούπα μίσοnoun (Japanese soya broth) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουράnoun (soup containing oxtail meat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We ordered oxtail soup from the Cuban restaurant down the street. |
μπιζελόσουπαnoun (soup made with split peas or lentils) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's good to have hot pea soup on a cold day. |
πατατόσουπαnoun (soup made from potatoes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βαθύ πιάτο σούπας, σουπιέραnoun (deep dish for soup) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There were two styles of soup bowls in the range: deep and shallow. |
συσίτειοnoun (place serving food to the needy) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I volunteer at a soup kitchen on holidays. |
σούπα ημέραςnoun (restaurant: soup served on a given day) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατσαρόλαnoun (cooking container) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour the vegetables into the soup pot and then add the broth. |
ντοματόσουπαnoun (soup made from tomatoes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As a kid I often ate grilled cheese sandwiches and tomato soup for lunch. |
γαβάθα, σουπιέραnoun (large serving pot) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The old woman dipped a ladle into a tureen filled with hot stew. |
σούπα με λαχανικάnoun (soup made with vegetables) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My grandmother used to make vegetable soup in the late summer. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soup στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του soup
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.