Τι σημαίνει το spelling στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spelling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spelling στο Αγγλικά.
Η λέξη spelling στο Αγγλικά σημαίνει ορθογραφία, ορθογραφία, γράφω, γράφομαι, ξόρκι, μάγια, λίγο, σημαίνω, αλλάζω, είμαι ανορθόγραφος, γραφή σύμφωνη με προφορά, διαγωνισμός ορθογραφίας, ορθογραφικό λάθος, τεστ ορθογραφίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spelling
ορθογραφίαnoun (letters used to write a word) (σωστή γραφή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The spelling of some English words isn't very helpful when it comes to pronunciation. Η ορθογραφία μερικών αγγλικών λέξεων δεν βοηθάει και πολύ όσον αφορά την προφορά τους. |
ορθογραφίαnoun (ability to spell) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's got very untidy handwriting and her spelling's atrocious. Έχει πολύ άσχημο γραφικό χαρακτήρα και η ορθογραφία της είναι άθλια. |
γράφωintransitive verb (write words correctly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I can read, but I can't spell very well. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένας από τους κυριότερους στόχους του σχολείου είναι να μάθει στα παιδιά να ορθογραφούν. |
γράφομαιtransitive verb (word: write) (η λέξη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How do you spell that word? Nemanja always has to spell his name. Πώς γράφεται αυτή η λέξη; Πες μου τα γράμματα ένα προς ένα. |
ξόρκιnoun (incantation or curse) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The witch cast a spell that turned him into a frog. The spell placed on the princess by the witch caused her to sleep for three years. Η μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε βάτραχο μ' ένα ξόρκι. |
μάγιαnoun (figurative (enchantment) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The beautiful redhead cast a spell over Raphaël. |
λίγοnoun (informal (interval of time) (λίγη ώρα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I'm going to read for a spell. |
σημαίνωtransitive verb (signify) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you cross that line, it will spell trouble. |
αλλάζωtransitive verb (relieve) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new crew will spell the other workers. Το καινούριο συνεργείο θα αλλάξει τους άλλους εργάτες. |
είμαι ανορθόγραφοςverbal expression (informal (spell words incorrectly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραφή σύμφωνη με προφοράnoun (writing words as they are sounded) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) English is notorious for its lack of phonetic spelling. |
διαγωνισμός ορθογραφίαςnoun (US (children's competition to spell words) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even very young children participate in spelling bees. |
ορθογραφικό λάθοςnoun (error in writing a word) |
τεστ ορθογραφίαςnoun (school: quiz to check spelling) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spelling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του spelling
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.