Τι σημαίνει το spending στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spending στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spending στο Αγγλικά.

Η λέξη spending στο Αγγλικά σημαίνει δαπάνη, έξοδα, ξοδεύω, καταβάλω, περνάω, περνώ, έξοδο, ξοδεύω, πολυέξοδος, δημόσιες δαπάνες, κρατικές δαπάνες, καταναλωτικό όργιο, περικοπή εξόδων, χρήματα για να κινούμαι, χρήματα που μπορώ να ξοδέψω, αγοραστική δύναμη, τρόπος ξοδέματος χρημάτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spending

δαπάνη

noun (paying out money) (η διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Robert buys more than he can afford every month; his spending is out of control.
Ο Ρόμπερτ αγοράζει περισσότερα από όσα αντέχει οικονομικά κάθε μήνα. Τα έξοδά του είναι εκτός ελέγχου.

έξοδα

noun (business: total expenses)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company's spending exceeded its receipts this year.

ξοδεύω

transitive verb (disburse money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government is going to spend this money on projects.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μη σπαταλάς όλα τα χρήματά σου σε καλλυντικά.

καταβάλω

transitive verb (effort: use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You shouldn't spend so much effort on his projects.
Δεν χρειάζεται να καταβάλεις τόση προσπάθεια σε αυτά τα πρότζεκτ.

περνάω, περνώ

transitive verb (pass time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to spend the day with my family.
Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου.

έξοδο

noun (informal (money spent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His last big spend was on a tux. This year's spend on office supplies was twice that of last year.
Το τελευταίο μεγάλο έξοδό του ήταν ένα σμόκιν. Τα φετινά έξοδα για γραφική ύλη ήταν διπλάσια από τα περσινά.

ξοδεύω

intransitive verb (spend money)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You should stop spending and start saving.

πολυέξοδος

adjective (spending a lot of money)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δημόσιες δαπάνες, κρατικές δαπάνες

noun (law: money spent by government)

καταναλωτικό όργιο

noun (frenzied, indulgent buying)

περικοπή εξόδων

noun (reduced budget)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρήματα για να κινούμαι

noun (cash for everyday expenses) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian always has to ask his father for spending money.

χρήματα που μπορώ να ξοδέψω

noun (cash to spend on luxuries)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I saved up so I'd have spending money for a diamond ring.
Έκανα οικονομίες και τώρα έχω χρήματα να ξοδέψω για ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι.

αγοραστική δύναμη

noun (income available for spending)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρόπος ξοδέματος χρημάτων

noun (attitude towards expenses)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spending στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spending

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.