Τι σημαίνει το freeze στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης freeze στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του freeze στο Αγγλικά.
Η λέξη freeze στο Αγγλικά σημαίνει παγώνω, παγώνω, ξεπαγιάζω, ξεπαγιάζω, καταψύχω, Ακίνητος!, πάγωμα, παγώνω, κολλάω, πήζω, παγώνω, αποκλείω, παγώνω, παγώνω, παγώνω, κοκκαλώνω, πάγωμα του εγκεφάλου, καταψύκτης, καταψύχω, καταψύχω αμέσως, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παγώνω, λυοφιλιομένος, λυοφιλιωμένος, πραγματοποιώ λυοφιλίωση, πραγματοποιώ κρυοξήρανση, το ότι με αποκλείουν, πάγωμα, πάγωμα των τιμών, καταψύχω γρήγορα, πάγωμα μισθών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης freeze
παγώνωtransitive verb (turn [sth] solid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The scientist froze methane for an experiment. Ο επιστήμονας πάγωσε μεθάνιο για ένα πείραμα. |
παγώνωintransitive verb (turn to ice) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water froze in the ice cube tray. Το νερό πάγωσε στη θήκη για τα παγάκια. |
ξεπαγιάζωintransitive verb (feel very cold) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Why is the air conditioning so strong? I'm freezing! Γιατί είναι τόσο δυνατός ο κλιματισμός; Ξεπάγιασα! |
ξεπαγιάζωintransitive verb (figurative (person: get very cold) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kate's friend was taking ages to open the door. "Hurry up," Kate shouted. "Let me in before I freeze!" Η φίλη της Κέιτ αργούσε να ανοίξει την πόρτα. «Γρήγορα», φώναξε η Κέιτ. «Άνοιξέ μου πριν παγώσω!» |
καταψύχωtransitive verb (preserve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan froze the extra vegetables from her garden. |
Ακίνητος!interjection (figurative (halt, stop) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) The policeman pulled out his gun and shouted, "Freeze!" |
πάγωμαnoun (figurative (spending, hiring) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The company laid off a hundred workers and put a hiring freeze in place. |
παγώνω, κολλάωintransitive verb (computer) (μεταφορικά: Η/Υ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom's computer froze while he was trying to finish his homework. |
πήζωintransitive verb (turn solid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The carbon dioxide froze into dry ice. |
παγώνωtransitive verb (figurative (prevent change) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The government froze interest rates to prevent a market collapse. |
αποκλείωphrasal verb, transitive, separable (figurative (exclude) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She wanted to be a member of that popular group, but they froze her out. |
παγώνωphrasal verb, intransitive (be frozen on the surface) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παγώνωphrasal verb, intransitive (figurative (computer: stop functioning) (Η/Υ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In the middle of the job, the computer froze up and I had to reboot; fortunately I had a back-up of my work. |
παγώνω, κοκκαλώνωphrasal verb, intransitive (figurative (actor: have stage-fright) (από τον φόβο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When he first walked onto the stage, he froze up and couldn't say a word. |
πάγωμα του εγκεφάλουnoun (informal (headache caused by ice cream) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταψύκτηςnoun (cold storage unit) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She killed her husband and put his body in the deep freeze. |
καταψύχωtransitive verb (keep in cold storage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Did you know you can deep-freeze a loaf of bread and it will keep for ages? |
καταψύχω αμέσωςtransitive verb (freeze rapidly) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (button on video player) |
παγώνωverbal expression (die of extreme cold) (με αποτέλεσμα να πεθάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's so cold out here I think I'm going to freeze to death. |
λυοφιλιομένος, λυοφιλιωμένοςadjective (food: dried by freezing) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Freeze-dried fruit is a good snack. |
πραγματοποιώ λυοφιλίωση, πραγματοποιώ κρυοξήρανσηtransitive verb (freeze rapidly, then dry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το ότι με αποκλείουνnoun (figurative (exclusion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John was upset by his friends' freeze-out; he didn't know what he'd done to upset them. |
πάγωμαnoun (US, informal (lakes, ponds: freezing over) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάγωμα των τιμώνnoun (temporary fixing of prices) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Department of Trade and Industry imposed a price freeze on basic commodities. |
καταψύχω γρήγοραtransitive verb (food: freeze rapidly) |
πάγωμα μισθώνnoun (earnings fixed at current amount) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Management imposed a wage freeze for the year. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του freeze στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του freeze
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.