Τι σημαίνει το spring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spring στο Αγγλικά.

Η λέξη spring στο Αγγλικά σημαίνει άνοιξη, ελατήριο, πετάγομαι, αναβλύζω, ξεπηδώ από κτ, ελαστικότητα, άλμα, πήδημα, πηγή, ξεφυτρώνω, πετάγομαι, κατάγομαι, προέρχομαι, προέρχομαι, ορμάω, ενεργοποιώ, σπάω, ανακοινώνω ξαφνικά, ανακοινώνω αναπάντεχα, υπερπηδάω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ξοδεύω, άνοιξη, ανοιξιάτικος, άνοιξη, αυγή, επανέρχομαι, επιστρέφω στην αρχική θέση, επιστρέφω στην αρχική θέση, πληρώνω, πετάγομαι μπροστά, φυτρώνω, πετάγομαι, ελατήριο, υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring, ελικοειδές ελατήριο, λάμπω, θερμοπηγή, ιαματική πηγή, φυλλοειδές ελατήριο, φρέσκο κρεμμύδι, φρέσκο κρεμμυδάκι, ανοιξιάτικες διακοπές, νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές, κοτοπουλάκι, κοτόπουλο, νεαρό άτομο, γενική καθαριότητα, κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική, ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτό, χαρά που ήρθε η άνοιξη, ενθουσιασμός που ήρθε η άνοιξη, ανοιξιάτικο σακάκι, με ελατήρια επαναφοράς, φρέσκο κρεμμυδάκι, βάτραχος Pseudacris crucifer, σπρινγκ ρολ, ανοιξιάτικη σαλάτα, εαρινή παλίρροια, νερό πηγής, που θυμίζει άνοιξη, θερμή πηγή, ζεστά λουτρά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spring

άνοιξη

noun (season)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My favourite season is spring.
Η αγαπημένη μου εποχή είναι η άνοιξη.

ελατήριο

noun (coil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A spring popped out of the watch.
Ένα ελατήριο πετάχτηκε από το ρολόι.

πετάγομαι

intransitive verb (be released)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A clown will spring from the box.
Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί.

αναβλύζω

intransitive verb (emerge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Water sprang from the fountain.
Από την πηγή ανάβλυζε νερό.

ξεπηδώ από κτ

(leap suddenly)

The frog springs from the lily pad.

ελαστικότητα

noun (elasticity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The waistband in these trousers has lost its spring.

άλμα, πήδημα

noun (jump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With one great spring he was over the bush.

πηγή

noun (water)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They brought water from the spring.

ξεφυτρώνω

intransitive verb (come into being)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Flowers sprang from the plant.

πετάγομαι

intransitive verb (come forth suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Blood sprang from the open wound.

κατάγομαι, προέρχομαι

intransitive verb (have lineage)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He springs from one of the oldest families in Europe.

προέρχομαι

intransitive verb (originate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The whole project sprang from a conversation I had with a neighbour.

ορμάω

intransitive verb (leap suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Seeing the moment to seize its prey, the leopard sprang.

ενεργοποιώ

transitive verb (activate: a trap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mouse sprang the trap.

σπάω

transitive verb (split, crack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He sprang the handle of the broom.

ανακοινώνω ξαφνικά, ανακοινώνω αναπάντεχα

transitive verb (disclose)

She sprang the news on us.

υπερπηδάω

transitive verb (leap over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The runners sprang the hurdles.

ελευθερώνω, απελευθερώνω

transitive verb (informal (get released from prison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The criminal's friends have sprung him from prison.
Οι φίλοι του εγκληματία τον βοήθησαν να δραπετεύσει από τη φυλακή.

ξοδεύω

transitive verb (US, slang (spend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She sprang fifty bucks on a new guitar.

άνοιξη

noun (season: spring)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cherry trees bloom in the springtime.

ανοιξιάτικος

adjective (relating to the spring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school band's springtime concert is always a big event.

άνοιξη, αυγή

noun (figurative (early days of [sth]) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't be so cynical; you're still in the springtime of your life.

επανέρχομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (person: be resilient)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She can spring back from almost any injury.

επιστρέφω στην αρχική θέση

phrasal verb, intransitive (material: be elastic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Swimsuits are usually made of fabric that springs back when you pull on it.

επιστρέφω στην αρχική θέση

phrasal verb, intransitive (bounce back into place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rubber band sprang back when I let it go.

πληρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (US, informal (pay for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάγομαι μπροστά

phrasal verb, intransitive (leap or propel oneself ahead)

φυτρώνω

phrasal verb, intransitive (start to grow) (για φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Seedlings spring up at the beginning of the growing season. Grandpa always says we've sprung up since the last time he saw us.
Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης.

πετάγομαι

phrasal verb, intransitive (arise suddenly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The people sprang up in protest at the increase in the price of bread.
Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού.

ελατήριο

noun (in a mattress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sleeping on a mattress without a box spring underneath is bad for your back.

υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring

noun (type of bed frame)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελικοειδές ελατήριο

noun (helically coiled spring)

λάμπω

verbal expression (figurative (be cheerful or energetic) (χαρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θερμοπηγή, ιαματική πηγή

noun (source of naturally heated groundwater)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The water in hot springs is warmed by heat coming from the earth's interior.
Το νερό στις θερμοπηγές ζεσταίνεται από τη θερμότητα που προέρχεται από το εσωτερικό της γης.

φυλλοειδές ελατήριο

(narrow, multiple spring)

φρέσκο κρεμμύδι, φρέσκο κρεμμυδάκι

noun (mainly US (salad vegetable)

The recipe calls for three scallions chopped small.
Η συνταγή λέει ότι χρειάζονται τρία φρέσκα κρεμμύδια, κομμένα σε μικρά κομμάτια.

ανοιξιάτικες διακοπές

noun (US (academic holiday in spring)

I'm looking forward to spring break.

νεαρό άτομο σε ανοιξιάτικες διακοπές

noun (US, informal (young vacationer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοτοπουλάκι, κοτόπουλο

noun (young fowl) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεαρό άτομο

noun (figurative, slang (young person) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She's no spring chicken but she still goes jogging every morning.

γενική καθαριότητα

noun (UK (annual thorough housecleaning)

κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική

transitive verb (UK (house: clean thoroughly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοιξιάτικο σακάκι, ανοιξιάτικο παλτό

noun (lightweight jacket or overcoat)

χαρά που ήρθε η άνοιξη, ενθουσιασμός που ήρθε η άνοιξη

noun (informal, figurative (excitement at spring)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Spring fever's upon me again: I went and bought 200 seedlings this morning.

ανοιξιάτικο σακάκι

noun (lightweight coat for mild weather)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με ελατήρια επαναφοράς

adjective (containing compressed spring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The workers used spring-loaded tools to punch holes in the sheets of metal.

φρέσκο κρεμμυδάκι

noun (mainly UK (salad vegetable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anyone can grow spring onions – all you need is a pot.

βάτραχος Pseudacris crucifer

noun (animal: frog) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρινγκ ρολ

noun (Asian food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανοιξιάτικη σαλάτα

noun (cold dish of seasonal spring foods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εαρινή παλίρροια

noun (tide at new or full moon)

νερό πηγής

noun (water from natural underground source)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Spring water is inexpensive in Alaska.

που θυμίζει άνοιξη

adjective (seeming like springtime)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θερμή πηγή

noun (naturally-heated water source)

ζεστά λουτρά

noun (naturally-heated water source)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There are many spas in Arkansas because of the warm springs there.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.