Τι σημαίνει το stack στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stack στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stack στο Αγγλικά.

Η λέξη stack στο Αγγλικά σημαίνει στοίβα, στοιβάζω κτ σε κτ, γεμίζω, γεμίζω κτ με κτ, ένας σωρός, ένας σωρός, ράφια, καπνοδόχος, καμινάδα, δεν είμαι με το μέρος κάποιου, βγάζω νόημα, γίνομαι έξαλλος, δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα, φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση, στοιβάζω, μαζεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stack

στοίβα

noun (pile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a stack of papers on the teacher's desk, waiting to be marked.
Πάνω στο γραφείο του δασκάλου υπήρχε μια στοίβα γραπτών που περίμεναν να βαθμολογηθούν.

στοιβάζω κτ σε κτ

(pile up)

Alison stacked the books on the table.
Η Άλισον στοίβασε τα βιβλία πάνω στο τραπέζι.

γεμίζω

transitive verb (shelves: fill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The supermarket employee was stacking the shelves when Simon asked him which aisle the chocolate was in.
Ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ γέμιζε τα ράφια, όταν ο Σάιμον τον ρώτησε σε ποιον διάδρομο ήταν οι σοκολάτες.

γεμίζω κτ με κτ

(shelves: fill with [sth]) (ράφι με προϊόντα)

Maria was stacking the shelves with tins of beans.
Η Μαρία γέμιζε τα ράφια με κονσέρβες φασολιών.

ένας σωρός

noun (figurative, informal (large quantity) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a stack of work to do this week.
Έχω ένα σωρό δουλειά να κάνω αυτήν την εβδομάδα.

ένας σωρός

plural noun (figurative, informal (large quantity) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The teenager complained his teacher had given him stacks of homework to do.
Ο έφηβος παραπονέθηκε ότι ο καθηγητής του τού είχε δώσει ένα σωρό εργασίες για το σπίτι.

ράφια

plural noun (library shelves)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Graduate students can go into the stacks to find their own books; undergraduates should ask library staff for assistance.
Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές μπορούν να πηγαίνουν στα ράφια για να βρουν τα βιβλία τους. Οι προπτυχιακοί πρέπει να ζητάνε βοήθεια από το προσωπικό της βιβλιοθήκης.

καπνοδόχος, καμινάδα

noun (abbreviation, informal (smokestack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lydia looked at the tall stacks emerging from the building's roof.

δεν είμαι με το μέρος κάποιου

(figurative, often passive (weight [sth] unfairly) (οι πιθανότητες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He realised sadly that the odds were stacked against him.

βγάζω νόημα

phrasal verb, intransitive (figurative, slang (make sense) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No matter how you looked at it, the numbers simply didn't stack up.
Όπως και να το έβλεπες τα νούμερα απλά δεν έβγαζαν νόημα.

γίνομαι έξαλλος

verbal expression (figurative, informal (become very angry)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα

verbal expression (informal, figurative (create an unfair advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dealer stacked the cards.

φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση

verbal expression (informal, figurative (put [sb], [sth] at a disadvantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στοιβάζω

(arrange in a pile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I stacked up all the books on my table.
Στοίβαξα όλα τα βιβλία στο τραπέζι μου.

μαζεύω

(informal, figurative (accumulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stack στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stack

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.