Τι σημαίνει το squared στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης squared στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του squared στο Αγγλικά.
Η λέξη squared στο Αγγλικά σημαίνει τετράγωνος, τετραγωνισμένος, στο τετράγωνο, τετράγωνο, πλατεία, τετράγωνος, ορθή, στην ίδια ευθεία, τετραγωνικός, ειλικρινής, παλιομοδίτης, πάτσι, πάτσι, ορθογωνιόμετρο, τετράγωνο, τετράγωνο, τετραγωνίζω, υψώνω στο τετράγωνο, υψώνω στη δευτέρα, ισιώνω, εναρμονίζω, διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ, κατανομή κατά Χ στο τετράγωνο, στατιστικός έλεγχος του Χ2. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης squared
τετράγωνοςadjective (having four equal sides) (με τέσσερις ίσες πλευρές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The sides of the canvas were perfectly squared. |
τετραγωνισμένοςadjective (paper: ruled with squares) (χαρτί με τετράγωνα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Use a sheet of squared paper to sketch the graph. |
στο τετράγωνοadjective (number: multiplied by itself) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nine squared is eighty-one. |
τετράγωνοnoun (shape: four equal sides) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tony drew a square on the paper. Ο Τόνι σχεδίασε ένα τετράγωνο στο χαρτί. |
πλατείαnoun (public place: plaza) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The square was popular with the tourists because of its cafes and surrounding buildings. Η πλατεία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους τουρίστες, λόγω των καφετεριών και των γύρω κτιρίων. |
τετράγωνοςadjective (with four equal sides) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My wife prefers square tables, while I prefer them to be longer. Η γυναίκα μου προτιμά τα τετράγωνα τραπέζια ενώ εμένα μ' αρέσουν τα μακρόστενα. |
ορθήadjective (with right angles) (γωνία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Because the building was triangular, none of the corners was square. Καθώς το κτίριο ήταν τριγωνικό, καμία γωνία δεν ήταν ορθή. |
στην ίδια ευθείαadjective (straight, level) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Is this picture square with the other one? |
τετραγωνικόςadjective (measure: in area) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The apartment was 100 square meters in size. Το διαμέρισμα είχε επιφάνεια 100 τετραγωνικών μέτρων. |
ειλικρινήςadjective (figurative, informal (honest) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Are you being square with me? I certainly hope so. Μου λες την αλήθεια; Το ελπίζω πραγματικά. |
παλιομοδίτηςadjective (figurative, slang (person: conventional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is so square that he wouldn't even enjoy this music. |
πάτσιadjective (informal (on equal terms) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I hit you once, then you hit me back; I guess we're square now. |
πάτσιadjective (informal (no longer in debt) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Here's your money. Are we square now? Ορίστε τα χρήματά σου. Είμαστε πάτσι τώρα; |
ορθογωνιόμετροnoun (tool for carpentry, design) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The architect used a plastic square to draw the 90-degree angle. |
τετράγωνοnoun (chess, checkers) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In chess, a pawn can advance two squares on its first move. |
τετράγωνοnoun (mathematics) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The square of 3 is 9. |
τετραγωνίζωtransitive verb (make square) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I squared off the planks to make them even. |
υψώνω στο τετράγωνο, υψώνω στη δευτέραtransitive verb (math: multiply a number by itself) (μαθηματικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Three squared is nine. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ποιος ξέρει να υψώσει το 12 στο τετράγωνο χωρίς κομπιουτεράκι; |
ισιώνωtransitive verb (shoulders: set) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The army recruit squared his shoulders when the sergeant entered the room. |
εναρμονίζωtransitive verb (informal (reconcile) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He squared his actions with his beliefs. |
διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώtransitive verb (informal (settle) (κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I won't feel better until I've squared things with my brother. |
κατανομή κατά Χ στο τετράγωνοnoun (mathematics: probability) (μαθηματικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στατιστικός έλεγχος του Χ2noun (mathematics: statistical test) (μαθηματικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We will use a chi-square test to see if the actual statistical distribution fits the theoretical distribution. Θα χρησιμοποιήσουμε έναν στατιστικό έλεγχο του Χ2 για να δούμε αν η πραγματική στατιστική κατανομή ταιριάζει με τη θεωρητική κατανομή. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του squared στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του squared
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.