Τι σημαίνει το steam στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης steam στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του steam στο Αγγλικά.

Η λέξη steam στο Αγγλικά σημαίνει ατμός, μαγειρεύω κτ στον ατμό, βγάζω καπνούς, βγάζω καπνούς απ' τα αφτιά, αχνίζω, θαμπώνω, θολώνω, όργανο ατμού σε τσίρκο, ξεσπάω, εκτονώνομαι, χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ, ατμόλουτρο, ατμοκαθαριστής, συσκευή καθαρισμού με ατμό, καθαρισμός με ατμό, ατμομάγειρας, ατμομηχανή, ατμοπαραγωγική εγκατάσταση, ατμοπαραγωγική μονάδα, ατμοπαραγωγός, σίδερο ατμού, ατμάμαξα, ατμοκίνητο τρένο, σάουνα, ατμοκίνητο φτυάρι, εγκατάσταση θέρμανσης, οδοστρωτήρας, τελειωτικό χτύπημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης steam

ατμός

noun (water vapour)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Steam rose from the boiling kettle.
Από το καζάνι που έβραζε έβγαινε ατμός.

μαγειρεύω κτ στον ατμό

transitive verb (cook with steam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean steamed some vegetables to go with the meal.
Ο Σον μαγείρεψε μερικά λαχανικά στον ατμό για να συνοδέψει το φαγητό.

βγάζω καπνούς, βγάζω καπνούς απ' τα αφτιά

intransitive verb (figurative ([sb]: very angry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As the drunk man continued to make bigoted comments, Lucy could see Bill starting to steam.

αχνίζω, θαμπώνω, θολώνω

phrasal verb, intransitive (become obscured by vapour)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was so hot in the room that my glasses steamed up.

όργανο ατμού σε τσίρκο

noun (US (musical instrument) (μουσικό όργανο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

ξεσπάω

verbal expression (figurative (vent one's anger) (θυμό, οργή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was annoyed and wanted to let off steam. There was a play area where the kids could let off steam.
Είχα ενοχληθεί και ήθελα να ξεσπάσω.

εκτονώνομαι

verbal expression (slang, figurative (release energy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was a play area where the kids could let off steam.

χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ

verbal expression (figurative (lose impetus/enthusiasm) (εγώ ο ίδιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The project started well, but it ran out of steam and was abandoned. Amanda has been working really hard for months, but now she's run out of steam.

ατμόλουτρο

noun (sauna)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατμοκαθαριστής, συσκευή καθαρισμού με ατμό

noun (device using pressurized steam to clean)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since I got my steam cleaner I don't use any cleaning chemicals.

καθαρισμός με ατμό

noun (use of pressurized steam to clean)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ατμομάγειρας

noun (appliance for steaming food) (συσκευή μαγειρικής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ατμομηχανή

noun (engine powered by steam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατμοπαραγωγική εγκατάσταση, ατμοπαραγωγική μονάδα

noun (steam-producing power plant)

ατμοπαραγωγός

noun (steam-producing power plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σίδερο ατμού

noun (iron using steam)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ατμάμαξα, ατμοκίνητο τρένο

noun (steam-powered train)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σάουνα

noun (sauna)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατμοκίνητο φτυάρι

noun (digging machine)

εγκατάσταση θέρμανσης

noun (installation of heating, etc.) (θέρμανση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδοστρωτήρας

noun (vehicle used for flattening)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Make sure there is no trash near the street; a steamroller will be coming through tomorrow.

τελειωτικό χτύπημα

noun (figurative (destructive process)

The economic recession served as a steamroller for the company, and unfortunately it went bankrupt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του steam στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του steam

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.