Τι σημαίνει το steel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης steel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του steel στο Αγγλικά.

Η λέξη steel στο Αγγλικά σημαίνει χάλυβας, χαλύβδινος, ακονιστήρι, ετοιμάζομαι για κτ, προετοιμάζομαι για κτ, κράμα χάλυβα, ανθρακοχάλυβας, χυτός χάλυβας, είμαι τέρας ψυχραιμίας, ανοξείδωτο ατσάλι, βρώμη, μαλακός χάλυβας, από ατσάλι, μασάτι, πυρτιτιούχος χάλυβας, ανοξείδωτο ατσάλι, από ανοξείδωτο ατσάλι, μπάντα που παίζει μουσική με κρουστά από μέταλλο, κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες, εγχάραξη σε χαλύβδινη πλάκα, πλαίσιο κατασκευής από χάλυβα/οπλισμένο με χάλυβα, σκούρο γκρι, ηλεκτρική κιθάρα που παίζεται με σλάιντ, βιομηχανία χάλυβα, χαλυβουργείο, κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες, χαλύβδινη πλάκα, ατσαλόσυρμα, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι να κάνω κτ, μπότες ασφαλείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης steel

χάλυβας

noun (metal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The building has a strong frame made of steel.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η πεθερά του τού έκανε δώρο ένα ρολόι από ατσάλι.

χαλύβδινος

adjective (made of steel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The steel beam was extremely strong.

ακονιστήρι

noun (sharpening implement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sharpen the blade on the steel.

ετοιμάζομαι για κτ, προετοιμάζομαι για κτ

transitive verb and reflexive pronoun (get ready to face a challenge)

Steel yourself, because big changes are coming!

κράμα χάλυβα

(metal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανθρακοχάλυβας

noun (metal: alloy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Carbon steel is harder than stainless steel.

χυτός χάλυβας

noun (iron alloy)

είμαι τέρας ψυχραιμίας

verbal expression (figurative (be very brave)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brain surgeons must have nerves of steel to do their job successfully.

ανοξείδωτο ατσάλι

noun (stainless steel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Inoxidizable steel is an alloy.

βρώμη

plural noun (cereal: oatmeal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαλακός χάλυβας

(metal)

από ατσάλι

adjective (figurative (very strong) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He has muscles of steel.

μασάτι

noun (instrument for sharpening knives)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πυρτιτιούχος χάλυβας

noun (metal alloy) (κράμα)

ανοξείδωτο ατσάλι

noun (rust-resistant metal)

I used stainless steel for the sculpture, as it would be standing outside in the rain. I love the look of stainless steel appliances in a kitchen.
Χρησιμοποίησα ανοξείδωτο ατσάλι για το γλυπτό μιας και θα βρισκόταν έξω στη βροχή.

από ανοξείδωτο ατσάλι

noun as adjective (made of rust-resistant metal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These days, wine is often aged in stainless steel vats instead of wooden barrels.
Στις μέρες μας το κρασί συχνά ωριμάζει σε δοχεία από ανοξείδωτο ατσάλι αντί για ξύλινα βαρέλια.

μπάντα που παίζει μουσική με κρουστά από μέταλλο

(music)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες

noun (music: percussion instrument)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εγχάραξη σε χαλύβδινη πλάκα

noun (printmaking using steel plate) (μεταλλοτεχνία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλαίσιο κατασκευής από χάλυβα/οπλισμένο με χάλυβα

noun (structure reinforced with steel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This building has a steel frame.

σκούρο γκρι

adjective (of a dark metallic colour)

ηλεκτρική κιθάρα που παίζεται με σλάιντ

noun (electric guitar played with a slide) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I guess playing steel guitar's easier to learn than other instruments .

βιομηχανία χάλυβα

noun (production of steel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The US steel industry was primarily located in Pennsylvania.

χαλυβουργείο

noun (plant where steel is manufactured)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρουστό κατασκευασμένο από παλιούς τενεκέδες

noun (steel drum: percussion instrument)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Derrick plays steel pan for a band.

χαλύβδινη πλάκα

noun (sheet of steel used for engraving)

The decks of the ship are made of steel plate.

ατσαλόσυρμα

noun (matted wire used for scouring)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steel wool has many uses besides scrubbing pots and pans.

προετοιμάζομαι

interjection (get ready for what you are about to see or hear)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ετοιμάζομαι να κάνω κτ

verbal expression (get ready to do [sth] challenging)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπότες ασφαλείας

plural noun (heavy footwear with reinforced toe)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του steel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του steel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.