Τι σημαίνει το sticking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sticking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sticking στο Αγγλικά.

Η λέξη sticking στο Αγγλικά σημαίνει κλαδί, κλαδάκι, χώνω, μπήγω, καρφώνω, κολλάω, κολλάω, κολλάω, ράβδος, φύσιγγα, κλομπ, μπαστούνι, μοχλός, στικ, μπαστούνι, κριτική, κολλάω, κολλάω, κολλάω, μένω, τρυπάω, τρυπάω, διαπερνάω, χώνω, φορτώνω, αντέχω, κάθομαι, παραμένω, μένω δίπλα σε κπ, κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα, βγάζω κτ έξω, προεξέχω, προβάλλω, ξεχωρίζω, δεν τα παρατώ, διαπράττω ένοπλη ληστεία, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, μένω σε, δεν αποκλίνω από, μένω πιστός σε κπ, βία, κριτσίνι, λιποζάν, ξυλάκι κανέλλας, ξυλαράκι κανέλλας, οδοντογλυφίδα για κοκτέιλ, ακονισμένο ξύλο για σκάψιμο, ψαροκροκέτα, λεβιές ταχυτήτων, κόλλα, μπαστούνι του γκόλφ, μπαστούνι χόκεί, αρωματικό στικ, ρακέτα για λακρός, χάρακας, ράβδος μέτρησης, φλασάκι, στικάκι, αντικολλητικός, pogo stick, βέργα, ξυλάκι, selfie stick, ανθρωπάκι, βάζω, βάζω κτ σε κτ, δεν μου είναι εύκολο, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, φασματώδες, υπομένω μια δυσκολία, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, κολλάω σε κπ σαν βδέλλα, ανθρωπάκι, κολλάω, κολλάω κτ σε κτ, αυτοκόλλητος, μαριονέτα, λεβιές των ταχυτήτων, κιβώτιο ταχυτήτων, με ταχύτητες, μένω σταθερός στις απόψεις μου, μένω ακλόνητος, μένουμε ενωμένοι, είμαι κολλημένος, ρισκάρω, βγάζω τη γλώσσα μου, συντηρητικός, οπισθοδρομικός, ένοπλη ληστεία, μαγκούρα, φασματώδες έντομο, ξύλινο ραβδί, ξύλινο μπαστούνι, λάθος αντίληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sticking

κλαδί, κλαδάκι

noun (small branch, twig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kids gathered some sticks for the fire.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κλωνάρι δεν άντεξε το βάρος του και κόπηκε.

χώνω, μπήγω, καρφώνω

(thrust [sth] in) (κάτι μέσα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cook stuck the knife into the mango.
Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο.

κολλάω

transitive verb (attach with glue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Once his letter was inside, Brian stuck the envelope and took it to the post office.
Μόλις μπήκε το γράμμα μέσα, ο Μπράιν κόλλησε τον φάκελο και τον πήγε στο ταχυδρομείο.

κολλάω

(informal (attach) (κτ πάνω σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me stick this notice on the board.
Άσε να κολλήσω αυτή την ειδοποίηση στην πινακίδα.

κολλάω

(adhere to) (με κάτι, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The glue stuck to my fingers and I had to scrub for 10 minutes to remove it.
Η κόλλα κόλλησε στα δάχτυλά μου και χρειάστηκε να τα τρίβω 10 λεπτά για να την αφαιρέσω.

ράβδος, φύσιγγα

noun (dynamite cartridge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They used five sticks of dynamite to blow the hole in the rock.

κλομπ

noun (dated (baton)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The police used their sticks to control the crowd.

μπαστούνι

noun (lacrosse, hockey stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hockey player broke his stick and needed another one.

μοχλός

noun (airplane control handle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pilot pulled back on the stick to fly higher.

στικ

noun (US (butter: quarter pound) (120 γραμμάρια περίπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I need a stick of butter for this recipe.

μπαστούνι

noun (walking stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The old man leaned on his stick as he stood watching the children run across the field.

κριτική

noun (informal (criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen got a lot of stick off her colleagues for the mistake she'd made.

κολλάω

intransitive verb (become immobilized) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was shifting into third gear when the gear lever suddenly stuck.

κολλάω

intransitive verb (remain attached)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fly stuck to the sticky trap.

κολλάω

intransitive verb (be stopped by an obstruction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The zipper stuck halfway up.

μένω

intransitive verb (informal (remain, endure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His brothers gave him the nickname "Bud" when he was a child, and it stuck.
Τα αδέρφια του του έβγαλαν το ψευδώνυμο Bud όταν ήταν μικρός και του κόλλησε.

τρυπάω

transitive verb (puncture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie stuck the plastic with a pin to drain the water.

τρυπάω, διαπερνάω

transitive verb (impale) (κάποιον, κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spear stuck the explorer through the heart.

χώνω

transitive verb (place in position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog stuck his head out the window.

φορτώνω

transitive verb (lumber: with [sth] disagreeable) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His friends stuck him with the dinner bill.
Οι φίλοι του του φόρτωσαν το λογαριασμό.

αντέχω

transitive verb (UK, informal (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't think I can stick much more of this film; it's abysmal!

κάθομαι, παραμένω

phrasal verb, intransitive (informal (stay) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you stick around after the closing credits, you will catch the movie's extra scene.

μένω δίπλα σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (be faithful to [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κολλάω, κλείνω/σφραγίζω με κόλλα

phrasal verb, transitive, separable (seal with an adhesive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nowadays you don't have to lick the edge of an envelope before you stick it down.

βγάζω κτ έξω

phrasal verb, transitive, separable (project, cause to protrude)

If you stick your tongue out again, a bird may come and roost on it.
Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της.

προεξέχω, προβάλλω

phrasal verb, intransitive (project, protrude)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Other children tease him because his ears stick out.
Τα άλλα παιδιά τον κοροϊδεύουν επειδή τα αυτιά του προεξέχουν.

ξεχωρίζω

phrasal verb, intransitive (figurative (be conspicuous)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The young man's blue Mohawk stuck out in the corporate offices.
Η μπλε μοϊκάνα του νεαρού ξεχωρίζει στο εταιρικό περιβάλλον του γραφείου.

δεν τα παρατώ

phrasal verb, transitive, separable (slang (endure to the end)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
By the twentieth mile of the marathon, Adam was exhausted, but he stuck it out and finally made it to the finish line.
Όταν έφτασε στο 32ο χιλιόμετρο του μαραθωνίου, ο Άνταμ ήταν ήδη εξαντλημένος. Ωστόσο, δεν τα παράτησε και τελικά έφτασε στο τέρμα.

διαπράττω ένοπλη ληστεία

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (carry out armed robbery on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A gang stuck up that bank over there last week.
Μια συμμορία διέπραξε ένοπλη ληστεία σε εκείνη εκεί την τράπεζα την προηγούμενη εβδομάδα.

υπερασπίζομαι, υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (defend, support) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the bullies came around, he stuck up for his little sister.

μένω σε, δεν αποκλίνω από

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (not vary or deviate from) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I stick with this diet, I should be able to wear my favorite pants again by Christmas.
Εάν δεν αποκλίνω από αυτή τη δίαιτα θα μπορέσω να φορέσω το αγαπημένο μου παντελόνι μέχρι τα Χριστούγεννα.

μένω πιστός σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (remain loyal to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She had been a good friend who had stuck with me through thick and thin.
Ήταν μια καλή φίλη, η οποία μου έμεινε πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα.

βία

noun (figurative (influencing force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κριτσίνι

noun (baton of crusty bread)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λιποζάν

noun (® (lip balm)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I always keep a Chap Stick handy in case my lips get dry.

ξυλάκι κανέλλας, ξυλαράκι κανέλλας

noun (spice: cinnamon bark)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I like to put a cinnamon stick in my hot apple cider.

οδοντογλυφίδα για κοκτέιλ

noun (small pointed wooden skewer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακονισμένο ξύλο για σκάψιμο

noun (tool: sharpened branch used to dig)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψαροκροκέτα

(piece of fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεβιές ταχυτήτων

noun (vehicle's manual transmission)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I always waggle the gear stick before starting the engine, to make sure it is in neutral. This car's gearshift is on the steering column.

κόλλα

noun (adhesive in stick form)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I used a glue stick to paste my collage together.

μπαστούνι του γκόλφ

noun (club used for playing golf)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαστούνι χόκεί

noun (long stick used in hockey)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stop hitting your brother with that hockey stick!

αρωματικό στικ

(incense stick)

ρακέτα για λακρός

noun (stick: for lacrosse) (σπορ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lacrosse stick is used to catch, carry and throw the ball.

χάρακας, ράβδος μέτρησης

noun (ruler, gauge, rod for measuring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My meanest middle school teacher used to hit children with the measuring sticks!

φλασάκι, στικάκι

noun (® (computing: flashcard, dongle) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I use a memory stick to back up my files. I copied my photos onto my memory stick so that I can show them to my friends on their laptops.
Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους.

αντικολλητικός

adjective (cookware: with coated surface) (σκεύη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eggs are best cooked in a nonstick pan.

pogo stick

noun (toy)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βέργα

noun (wand used in visual presentations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξυλάκι

noun (US, ® (stick used as ice-lolly handle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

selfie stick

noun (device: taking a selfie)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανθρωπάκι

noun (simple line drawing of a person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάζω

(insert)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω κτ σε κτ

(insert into [sth])

δεν μου είναι εύκολο

verbal expression (figurative (feel reluctance over)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll apologise, but it sticks in my craw; I know I was in the right.

δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου

verbal expression (informal, figurative (remain in your thoughts or memory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φασματώδες

noun (very slender insect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπομένω μια δυσκολία

verbal expression (endure [sth] difficult)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά

verbal expression (slang (give [sb] harsh treatment) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κολλάω σε κπ σαν βδέλλα

verbal expression (informal (accompany, follow [sb] constantly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανθρωπάκι

noun (simple line drawing of a person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλάω

(affix, glue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κολλάω κτ σε κτ

(affix to [sth], glue to [sth])

αυτοκόλλητος

adjective (informal (self-adhesive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαριονέτα

noun (toy figure held by a rod) (με λαβή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεβιές των ταχυτήτων

noun (US (vehicle: transmission lever)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κιβώτιο ταχυτήτων

noun (US (vehicle: manual transmission)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με ταχύτητες

noun as adjective (US (vehicle: with manual transmission) (για αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω σταθερός στις απόψεις μου

verbal expression (figurative, slang (not change one's mind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω ακλόνητος

verbal expression (figurative (not change beliefs) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μένουμε ενωμένοι

(informal, figurative (be united)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
We will stick together through thick and thin!

είμαι κολλημένος

(adhere to one another)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The plot of the novel didn't make sense because several pages had stuck together.

ρισκάρω

expression (do [sth] risky)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω τη γλώσσα μου

verbal expression (show tongue as rude gesture)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συντηρητικός, οπισθοδρομικός

noun (figurative, pejorative, informal (person: unadventurous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένοπλη ληστεία

noun (informal (armed robbery)

μαγκούρα

noun (cane used as aid to walking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Because of his limp, Mr. Williams always used a walking stick.

φασματώδες έντομο

noun (US, colloquial (insect: resembles a stick) (τάξη εντόμου)

ξύλινο ραβδί, ξύλινο μπαστούνι

noun (baton, club, etc. made of wood)

λάθος αντίληψη

expression (mistaken idea)

I'm not having an affair with your wife! I was just comforting her because she was upset; you've got hold of the wrong end of the stick.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sticking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sticking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.