Τι σημαίνει το stinging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stinging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stinging στο Αγγλικά.

Η λέξη stinging στο Αγγλικά σημαίνει διαπεραστικός, οξύς, δριμύς, δριμύς, οξύς, καυστικός, κεντρί, τσίμπημα, τσίμπημα, τσιμπάω, τσιμπώ, τσιμπάω, τσιμπώ, κομπίνα, επιχείρηση «κεντρί», επιχείρηση τύπου «κεντρί», πόνος, πληγώνω, πονάω, τσουκνίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stinging

διαπεραστικός, οξύς, δριμύς

adjective (sharp, painful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've developed a stinging rash on my back.

δριμύς, οξύς, καυστικός

adjective (figurative (speech: hurtful) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His stinging comments soon had the waitress in tears.
Τα καυστικά σχόλιά του σύντομα προκάλεσαν τα δάκρυα της σερβιτόρας.

κεντρί

noun (stinger: of insect, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bees usually lose their stings and die if they actually sting someone.

τσίμπημα

noun (wound from insect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bee's sting came as a complete surprise to Susan, who hadn't noticed it crawl inside her shirt.
Το τσίμπημα της μέλισσας προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στη Σούζαν, η οποία δεν είχε καταλάβει ότι η μέλισσα περπατούσε μέσα από το πουκάμισό της.

τσίμπημα

noun (painful sensation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jason felt a sting on his leg and realised something had hit him.
Ο Τζέισον αισθάνθηκε μια σουβλιά στο πόδι του και συνειδητοποίησε ότι κάτι τον χτύπησε.

τσιμπάω, τσιμπώ

transitive verb (insect: cause injury)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wasp stung Maggie on her foot.
Η σφήκα τσίμπησε τη Μάγκι στο πόδι.

τσιμπάω, τσιμπώ

intransitive verb (figurative (cause stinging sensation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't touch that plant, it stings.
Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει.

κομπίνα

noun (slang (swindle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The con men set up a sting to get their hands on the old lady's money.

επιχείρηση «κεντρί», επιχείρηση τύπου «κεντρί»

noun (entrapment of criminal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The police set up a sting to catch the gang's ringleader.

πόνος

noun (figurative (unpleasantness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Try as he might, Adam couldn't forget the sting of his wife's cruel words.

πληγώνω, πονάω

transitive verb (figurative (hurt emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica's words stung Dawn.

τσουκνίδα

noun (plant that stings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stinging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stinging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.