Τι σημαίνει το style στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης style στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του style στο Αγγλικά.

Η λέξη style στο Αγγλικά σημαίνει τρόπος, τεχνοτροπία, μόδα, κομψότητα, φτιάχνω, στυλ, είδος, πολυτέλεια, ύφος, εμπορική ονομασία, στύλος, στάιλινγκ, σχεδιάζω, ονομάζω, ονοματίζω, καλλιτεχνικό ύφος, στυλ, αποτελώ εμπόδιο για κπ, διακοσμητικό στυλ, στα τέσσερα, στα τέσσερα, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, κούρεμα, υγιεινός τρόπος ζωής, κομψότητα, με στυλ, με φινέτσα, εντυπωσιακά, στη μόδα, της μόδας, τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησης, τρόπος ζωής, σχετικά με τον τρόπο ζωής, μοδάτος, μοντέρνος, στυλάτος, τρόπος ζωής, λογοτεχνική γλώσσα/ύφος, νέο στυλ, παλιό στυλ, παλιομοδίτικο σχέδιο, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ, ύφος εποχής, προσωπικό στυλ, προσωπικό στυλ, απλό ύφος, αίσθηση του στυλ, τρόπος ξοδέματος χρημάτων, είδωλο του στυλ, είδωλο της μόδας, στυλ ντυσίματος, συγγραφικό ύφος, μοντέρνος, στυλ διδασκαλίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης style

τρόπος

noun (manner) (συμπεριφορά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She has a style all her own.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει ένα δικό της στιλ να κάνει τη δουλειά της.

τεχνοτροπία

noun (artistic features)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Van Gogh has a distinctive style of painting.
Η τεχνοτροπία του Van Gogh είναι μοναδική.

μόδα

noun (vogue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Those shoes are in style right now.
Αυτά τα παπούτσια είναι τώρα στη μόδα.

κομψότητα

noun (elegance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wears her clothes with style.
Ντύνεται με στιλ.

φτιάχνω

transitive verb (hair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She styled her hair for the party.
Έφτιαξε τα μαλλιά της για το πάρτι.

στυλ

noun (clothing design)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Her outfit has a hippie style.

είδος

noun (type)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm looking for a shirt of a certain style.

πολυτέλεια

noun (luxury)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He likes to travel in style.

ύφος

noun (literary features)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't like Dickens's style.

εμπορική ονομασία

noun (trade name)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tell me the make, model and style and I'll see if I can find the product.
Πες μου τη μάρκα, το μοντέλο και την εμπορική ονομασία, για να δω αν θα μπορέσω να βρω το προϊόν.

στύλος

noun (of a plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The style shouldn't be confused with the stamen.

στάιλινγκ

intransitive verb (make decorative work)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Styling is my favourite part of hairdressing.

σχεδιάζω

transitive verb (design)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She styled a horse from the clay.

ονομάζω, ονοματίζω

transitive verb (name, designate) (δίνω όνομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He styled his ship the Ariel.

καλλιτεχνικό ύφος, στυλ

noun (design or manner reflecting art)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I enjoy watching the artistic style of expression in ice skating.

αποτελώ εμπόδιο για κπ

verbal expression (informal (hinder [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fred complained that having to take his little brother with him would cramp his style.

διακοσμητικό στυλ

noun (ornamental or elaborate style)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank and Gillian did their living-room in a very ostentatious decorative style.

στα τέσσερα

adverb (slang (sex: from behind)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στα τέσσερα

adjective (slang (sex: from behind)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα

verbal expression (be dated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hawaiian shirts went out of style after the '60s.

κούρεμα

noun (way hair is cut or arranged) (μόνιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's got a new, much shorter hairstyle.

υγιεινός τρόπος ζωής

noun (exercise, good nutrition, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
More people are beginning to realize that a healthy lifestyle can prevent diabetes.

κομψότητα

noun (elegance, great flair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με στυλ, με φινέτσα, εντυπωσιακά

adverb (in an impressive way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She entered the room in style, with a flourish of her scarf. Let's take a limousine - I want to arrive in style!
Μπήκε στο δωμάτιο με στυλ, τινάζοντας το κασκόλ της. Ας πάρουμε μια λιμουζίνα - θέλω να φτάσω με στυλ!

στη μόδα, της μόδας

adjective (currently fashionable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Those shoes aren't really in style this year.

τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησης

noun (preferred way of acquiring knowledge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρόπος ζωής

noun (way of living)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Karen liked living in a big city because it gave her the kind of lifestyle that she enjoyed.
Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε.

σχετικά με τον τρόπο ζωής

adjective (pertaining to it)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tom has made some bad lifestyle choices.
Ο Τομ έκανε ορισμένες λάθος επιλογές όσον αφορά τον τρόπο ζωής του.

μοδάτος, μοντέρνος, στυλάτος

adjective (fashionable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shauna liked to shop at a lifestyle clothing shop down the street.

τρόπος ζωής

noun (desirable way of living)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ben moved to California to try to get a taste of the lifestyle.

λογοτεχνική γλώσσα/ύφος

noun (writing, speech: formal or poetic language)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The author was congratulated for his unique literary style.

νέο στυλ

noun (modern design or fashion)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Her boots were in the new style with high heels and pointed toes.

παλιό στυλ, παλιομοδίτικο σχέδιο

noun (old-fashioned design)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suspenders and bowties are so old style.

ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ

adverb (no longer fashionable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ύφος εποχής

noun (fashion of an earlier era)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The room was decorated in period style.

προσωπικό στυλ

noun (individual dress or fashion sense)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many fashion trends start out as an individual's personal style.

προσωπικό στυλ

noun (individual expression)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απλό ύφος

noun (clear, simple use of language)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίσθηση του στυλ

noun (awareness of what is tasteful or fashionable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρόπος ξοδέματος χρημάτων

noun (attitude towards expenses)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είδωλο του στυλ, είδωλο της μόδας

noun ([sb] admired for fashion sense)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στυλ ντυσίματος

noun (clothing or fashion type)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγγραφικό ύφος

noun (author's way of writing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Although many considered his style of writing pompous and tiresome, his latest book soon became a best-seller.

μοντέρνος

adjective (fashionable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στυλ διδασκαλίας

noun (educational approach)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του style στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του style

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.