Τι σημαίνει το manner στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης manner στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manner στο Αγγλικά.
Η λέξη manner στο Αγγλικά σημαίνει τρόπος, τρόπος, τρόπος, είδος, τρόποι, συμπεριφορά, κάθε είδους, οι τρόποι κπ, αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση, πολιτισμένα, διαφορετικά, αλλιώς, δίκαια, κατά έναν τρόπο, τρόπος του λέγειν, εγκαίρως, υπογείως, παρομοίως, με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, τρόπος επίλυσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης manner
τρόποςnoun (mode, way) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ken's slow and cautious manner of driving frustrates other drivers. Ο αργός και προσεκτικός τρόπος οδήγησης του Κεν ενοχλεί τους άλλους οδηγούς. |
τρόποςnoun (way of behaving) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) She acted in a strange manner. Συμπεριφερόταν με περίεργο τρόπο. |
τρόποςnoun (demeanor) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) His pompous manner really bothered people. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου. Δε μου αρέσουν οι τρόποι σου. |
είδοςnoun (variety, kind) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There were all manner of tourists there. Υπήρχαν κάθε είδους τουρίστες εκεί. |
τρόποιplural noun (polite behaviors) (συμπεριφοράς) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συμπεριφοράplural noun (customary behaviors) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hogarth's satirical paintings depicted the customs and manners of the English. |
κάθε είδουςadjective (many different kinds of) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) On our safari we saw only one lion, but all manner of antelopes. |
οι τρόποι κπnoun (doctor's demeanour) Our family doctor has a great bedside manner, always friendly, interested, and reassuring. Οι τρόπου του οικογενειακού μας γιατρού είναι υπέροχοι, είναι πάντα φιλικός, ενδιαφέρεται και μας καθησυχάζει. |
αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάσηnoun (patronizing attitude) (αποδοκιμασίας) He thinks he's better than us - he always treats us with such a condescending manner. |
πολιτισμέναadverb (politely, courteously) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Can we close this conversation in a civil manner? |
διαφορετικά, αλλιώςadverb (in another way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We need to approach the problem in a different manner. |
δίκαιαadverb (justly, in a just way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The judge decided upon the punishment in a fair manner. |
κατά έναν τρόποadverb (after a fashion, sort of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thorough? Err, yes, in a manner of speaking. |
τρόπος του λέγεινexpression (so to speak, as it were) (καθαρεύουσα) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In a manner of speaking, this was the first 'live' test of the equipment. |
εγκαίρωςadverb (in reasonable amount of time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There is no deadline, but please return the book in a timely manner. |
υπογείωςexpression (in a deceitful or dishonest way) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He is behaving in an underhand manner, going out with his best friend's girlfriend without him knowing. |
παρομοίωςadverb (in a similar way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I thought her ideas were stupid. In like manner, she thought mine were idiotic. |
με τον ίδιο τρόπο, με παρόμοιο τρόποadverb (similarly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The teacher was always fair and treated all of the children in the same manner. |
τρόπος επίλυσηςnoun (way of settling an issue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you are involved in a dispute, a lawyer can provide advice on an appropriate manner of resolution. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manner στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του manner
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.