Τι σημαίνει το subjected στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης subjected στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του subjected στο Αγγλικά.

Η λέξη subjected στο Αγγλικά σημαίνει θέμα, μάθημα, υποκείμενο, υποβάλλω κπ σε κτ, εξαρτώμαι από κτ, υποκείμενος, υπόκειμαι, υποτελής, υποκείμενο, σωρός, υποκείμενο, υπήκοος, υποκείμενο, θέμα, υποκείμενο, βρίσκομαι υπό, υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις, αλλάζω θέμα, μάθημα κορμού, μάθημα κορμού, βασικό αντικείμενο σπουδών, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, θεματική περιοχή, εν λόγω θέμα, ευρετήριο, γραμμή θέματος, υπό συζήτηση θέμα, θέμα, αντικείμενο, αντωνυμία σε ονομαστική, που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης subjected

θέμα

noun (subject matter, theme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What is the subject of that book?
Τι θέμα έχει αυτό το βιβλίο;

μάθημα

noun (school, academic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I am studying three subjects in the morning: Chemistry, English and French.
Το πρωί έχω τρία μαθήματα: Χημεία, Αγγλικά και Γαλλικά.

υποκείμενο

noun (grammatical) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The subject usually comes before the verb in English.
Το υποκείμενο συνήθως έρχεται πριν από το ρήμα στα αγγλικά.

υποβάλλω κπ σε κτ

transitive verb (make [sb] undergo [sth])

The police subjected the suspect to an intense interrogation.
Η αστυνομία υπέβαλε τον ύποπτο σε σκληρή ανάκριση.

εξαρτώμαι από κτ

(conditional, depending upon)

All new policies are subject to the boss's approval.
Όλες οι νέες πολιτικές εξαρτώνται από την έγκριση του αφεντικού.

υποκείμενος

(liable or prone to)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This schedule is subject to last minute changes.
Είναι πιθανό να γίνουν αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο πρόγραμμα.

υπόκειμαι

(under the rule of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politicians are subject to the will of the people.
Οι πολιτικοί υπόκεινται στη βούληση του λαού.

υποτελής

adjective (ruled by another)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Historians are studying the influence of subject peoples on the nations that ruled them.

υποκείμενο

noun (in a clinical trial, patient) (κλινικής μελέτης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The subject tried to stay still while the doctors looked at him.

σωρός

noun (dead body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pathologist examined the subject carefully.

υποκείμενο

noun (conscious being) (επιστημονικά: άνθρωπος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Students, please examine the subject and tell me what you think.

υπήκοος

noun (person ruled by a king)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The English are subjects of their queen.

υποκείμενο

noun (first term of a logical proposition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The first term of a proposition is usually called the subject.

θέμα

noun (heading in memos, email, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Subject: next week's board meeting

υποκείμενο

noun (person: object of study, experiment) (μελέτης, πειράματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One-third of subjects reported headaches after taking the medication.

βρίσκομαι υπό

transitive verb (control, rule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The country was subjected to the rule of emperors for several centuries.

υπόκειμαι σε μεταβολές, υπόκειμαι σε αλλαγές, υπόκειμαι σε τροποποιήσεις

intransitive verb (be liable to vary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The marriage laws are subject to change.

αλλάζω θέμα

verbal expression (start talking about [sth] else)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's change the subject and talk about something less depressing.

μάθημα κορμού

noun (any foundational subject taught)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάθημα κορμού

plural noun (UK (English, math, science)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βασικό αντικείμενο σπουδών

noun (academic studies: major)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's doing Spanish at University but her main subject is Psychology.

βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα

noun (primary topic under consideration)

The main subject of our meeting is the proposed change in office location.

θεματική περιοχή

noun (field of study or knowledge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εν λόγω θέμα

noun (matter under discussion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευρετήριο

noun (alphabetical contents list)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραμμή θέματος

noun (e-mail, internet forum: message heading)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπό συζήτηση θέμα

noun (theme or topic of discussion)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The subject matter of today's lecture is water pollution.
Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων.

θέμα, αντικείμενο

noun (object of study)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This painter chooses unconventional subject matter, such as litter on the sidewalk.

αντωνυμία σε ονομαστική

noun (pronoun in nominative case) (γραμματική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μπορεί ν' αλλάξει χωρίς προειδοποίηση

adjective (liable to vary without warning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tour prices are subject to change without notice due to currency fluctuations.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του subjected στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του subjected

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.