Τι σημαίνει το tema στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tema στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tema στο πορτογαλικά.

Η λέξη tema στο πορτογαλικά σημαίνει θέμα, θέμα, θέμα, μοτίβο, έκθεση, θέμα, των τίτλων, συζήτηση, θέμα, θέμα, μάθημα, υπό συζήτηση θέμα, αντικείμενο, θέμα, ξεφεύγω από το θέμα, βγαίνω εκτός θέματος, μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, λόγος ανησυχίας, μουσικό σήμα, θέμα προς συζήτηση, ομώνυμο τραγούδι, θέμα και παραλλαγές, θέμα, αντικείμενο, θέμα προς συζήτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tema

θέμα

substantivo masculino (tópico) (υπόθεση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O tema do livro era que o bem triunfa sobre o mal.
Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ο θρίαμβος του καλού επί του κακού.

θέμα

(tópico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O tema da conversa o chateava.
Έβρισκε το θέμα της συζήτησης πολύ ανιαρό.

θέμα, μοτίβο

substantivo masculino (motivo) (μουσική φράση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquela música tem um tema bonito.
Αυτό το τραγούδι έχει ωραίο θέμα (or: μοτίβο).

έκθεση

substantivo masculino (pequena composição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O professor escreveu o tema no quadro e pediu para todos os alunos escreverem uma redação sobre o assunto para a aula seguinte.
Ο δάσκαλος έγραψε το θέμα στον πίνακα και ζήτησε από όλους τους μαθητές να γράψουν μια έκθεση πάνω στο θέμα για το επόμενο μάθημα.

των τίτλων

substantivo masculino (música) (μουσική, τραγούδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σου άρεσε το τραγούδι των τίτλων της ταινίας;

συζήτηση

(tópico de uma discussão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O tema político não me interessava muito, por isso saí.
Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.

θέμα

substantivo masculino (literatura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θέμα

(assunto, tema)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Qual é o assunto daquele livro?
Τι θέμα έχει αυτό το βιβλίο;

μάθημα

(período de instrução)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Foi uma lição de quarenta e cinco minutos.
Το μάθημα κράτησε σαράντα πέντε λεπτά.

υπό συζήτηση θέμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O assunto da palestra de hoje é poluição da água.
Το θέμα της σημερινής διάλεξης είναι η μόλυνση των υδάτων.

αντικείμενο, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O assunto desta discussão é o desempenho de Alan na escola este ano.

ξεφεύγω από το θέμα, βγαίνω εκτός θέματος

(desviar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη φοβάσαι, μην ανησυχείς

interjeição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λόγος ανησυχίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μουσικό σήμα

(tema musical específico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θέμα προς συζήτηση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομώνυμο τραγούδι

(filme, etc: tema musical principal) (ταινίας, δίσκου)

θέμα και παραλλαγές

(música clássica: repetição com alterações)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέμα, αντικείμενο

(objeto de estudo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θέμα προς συζήτηση

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tema στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του tema

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.