Τι σημαίνει το tem στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tem στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tem στο πορτογαλικά.
Η λέξη tem στο πορτογαλικά σημαίνει έχει, έχει, υπάρχει, υπάρχουν, πιασμένος, αποδεικνύω, γλοιώδης χαρακτήρας, ανίκανος, με οποιοδήποτε τρόπο, απ'όσο θυμάμαι, και όλα όσα συνεπάγεται, τι και αν, δεν έχει, έχεις, Δεν υπάρχει άλλη λύση., δεν έχει τέλος, εντελώς, τελείως, Τίποτα δε χαρίζεται., δεν κάνει τίποτα, ε, και;, Παρακαλώ, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, κπ που κοιμάται ελαφριά, απαραίτητος, αναγκαίος, δεν γίνεται κάτι άλλο, δεν ντρέπομαι, προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται, μπαλώνω και ξαναχρησιμοποιώ, αυτός έχει, κράχτης, έτσι είναι γραφτό, που τρομάζει από πυροβολισμούς, οι οποίοι έχουν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tem
έχειverbo transitivo (τρίτο ενικό του έχω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela tem um carro novo. Έχει ένα καινούριο αυτοκίνητο. |
έχει(arc.,3a pes. have) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπάρχει(haver: presente do indicativo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Há um banco do outro lado da rua. Ακριβώς απέναντι υπάρχει μια τράπεζα. |
υπάρχουν(haver: presente do indicativo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Há quinze homens neste escritório e só três mulheres. Στο γραφείο υπάρχουν δεκαπέντε άντρες και μόνο τρεις γυναίκες. |
πιασμένος(estar em uma relação) (μεταφορικά, καθομ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Robert chamou sua nova colega para sair, mas ela disse que era comprometida. Ο Ρόμπερτ ζήτησε από την καινούρια του συνάδελφο να βγουν αλλά εκείνη του είπε ότι ήταν δεσμευμένη. |
αποδεικνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Ροντ θα τρέξει στο μαραθώνιο γιατί θέλει να αποδείξει κάτι. |
γλοιώδης χαρακτήρας(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανίκανος(pessoas incompetente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gary não tem jeito, ele deveria ser demitido. Ο Γκάρυ είναι ανίκανος, πρέπει να απολυθεί. |
με οποιοδήποτε τρόποexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απ'όσο θυμάμαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta foi a pior tempestade de neve de que se tem lembrança. Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα. |
και όλα όσα συνεπάγεταιexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τι και αν(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) E daí se eu curto uma cerveja de vez em quando? Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο; |
δεν έχειlocução verbal (contração de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχεις(contração) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Δεν υπάρχει άλλη λύση.(figurado, não haver outra solução) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχει τέλοςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εντελώς, τελείως(extremamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O quê? Isso é bobagem com tudo a que tem direito! Não dá para plantar bananas no deserto. |
Τίποτα δε χαρίζεται.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν κάνει τίποταexpressão (de nada) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Muito obrigado por toda sua ajuda." "Não tem de quê! Não foi nada." «Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.» «Δεν κάνει τίποτα! Δεν μου ήταν κόπος.» |
ε, και;(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ok, então eu fico gordo com esse jeans - e daí? Εντάξει λοιπόν, δείχνω χοντρή με αυτό το τζιν. Ε, και; |
Παρακαλώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quando alguém agradece, a resposta correta é dizer "de nada". Όταν κάποιος σου λέει ευχαριστώ, η σωστή απάντηση είναι να πεις «παρακαλώ». |
δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείοexpressão (informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κπ που κοιμάται ελαφριάexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαραίτητος, αναγκαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este útil livro é essencial para todos que têm cães. |
δεν γίνεται κάτι άλλο(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) É uma pena que a Débora não possa vir com a gente, mas não tem jeito. |
δεν ντρέπομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πώς μπορείς να βλέπεις ανθρώπους να υποφέρουν και να μην κάνεις τίποτα. Δεν ντρέπεσαι; |
προκύπτει, συνεπάγεται, έπεταιexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαλώνω και ξαναχρησιμοποιώ(για ρούχα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός έχειcontração (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κράχτης(que seduz os clientes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έτσι είναι γραφτόexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που τρομάζει από πυροβολισμούςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οι οποίοι έχουνexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tem στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του tem
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.