Τι σημαίνει το toe στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης toe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του toe στο Αγγλικά.

Η λέξη toe στο Αγγλικά σημαίνει δάχτυλο, μύτη, κλωτσάω με τα δάχτυλα, αγγίζω με τα δάχτυλα, μεγάλο δάχτυλο, μεγάλο δάχτυλο ποδιού, μικρό δάχτυλο ποδιού, peep toe, παπούτσια peep toe, μικρό δάχτυλο, βάδην, μπότες ασφαλείας, άκρη των δαχτύλων, σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιών, ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, ντροπιαστικός, ενοχλητικός, ευχάριστος, απευθείας αντιπαράθεση, ένας με ένας, νύχι, αλήτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης toe

δάχτυλο

noun (often plural (one of five digits of the foot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The man had short, fat toes.
Ο άντρας είχε κοντά, χοντρά δάχτυλα.

μύτη

noun (often plural (footwear: tip) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The toe of the shoe was pointed.
Η άκρη του παπουτσιού ήταν μυτερή.

κλωτσάω με τα δάχτυλα

transitive verb (kick with the toe) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jessica toed the ball across the grass.

αγγίζω με τα δάχτυλα

transitive verb (touch with the toe) (κατά λέξη: των ποδιών)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The runners stood in a row, toeing the start line.

μεγάλο δάχτυλο

noun (foot: largest digit)

It's very hard to walk if you break your big toe.

μεγάλο δάχτυλο ποδιού

noun (big toe, largest toe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρό δάχτυλο ποδιού

noun (smallest digit of the foot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She broke her little toe when a car ran over her foot.

peep toe

noun (open-toed footwear style)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παπούτσια peep toe

plural noun (style of open-toed footwear)

I won't wear peep-toe shoes when it's raining because I don't want my toes to get wet.
Δε φοράω παπούτσια peep toe όταν βρέχει γιατί δε θέλω να βρέχονται τα δάχτυλά μου.

μικρό δάχτυλο

noun (US, informal (smallest toe)

βάδην

noun (sport) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπότες ασφαλείας

plural noun (heavy footwear with reinforced toe)

άκρη των δαχτύλων

noun (tips of the toes) (για το πόδι)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σημείο που μπορώ να κρατηθώ με τα δάχτυλα των ποδιών

noun (place for toe when climbing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Rock climbers wear very soft shoes so they can feel for toe holds.

ετικέτα κρεμασμένη στο δάχτυλο νεκρού σε νεκροτομείο

noun (on dead body)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ

verbal expression (figurative (conform)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boss told the new employee that he would do well as long as he toed the line.

ντροπιαστικός

adjective (figurative, informal (embarrassing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενοχλητικός

adjective (figurative, informal (causing discomfort)

ευχάριστος

adjective (figurative, informal (causing pleasure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απευθείας αντιπαράθεση

adverb (in direct competition)

ένας με ένας

adjective (involving two people or groups)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νύχι

noun (often plural (nail on a toe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry sat on the porch, cutting his toenails.

αλήτης

noun (UK, regional, slang, figurative (contemptible person) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του toe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του toe

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.