Τι σημαίνει το together στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης together στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του together στο Αγγλικά.
Η λέξη together στο Αγγλικά σημαίνει μαζί, μαζί, μαζί, συνολικά, συνολικά, όλοι μαζί, μαζί, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, κουμπώνω με κλικ, συνεισφέρω σε κτ, συγκεντρώνω, συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, βρίσκομαι, βρίσκομαι με κπ, μαζεύω, συγκεντρώνω, βγαίνω, βγαίνω μαζί, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, έχω ειρμό/συνέπεια, στέκω, αλληλουποστηρίζομαι, γίνομαι ένα, μένω ενωμένος, μένω/παραμένω μαζί, διατηρώ ενότητα, πλέκω, ενώνω, δένω, ανακατεύω,συνδυάζω, ανακατεύω, μαζεύω όπως-όπως, αλληλεπιδρώ, συνεργάζομαι, προσθέτω, αναμειγνύω, όλοι μαζί, όλοι μαζί, ενώνομαι, ταιριάζω, ενώνω, όμοιος ομοίω αεί πελάζει, αναμιγνύω, ταιριάζω, φέρνω κπ/κτ κοντά, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, μαζεύω, τσουγκρίζω, κοντά ο ένας στον άλλο, συνεισφέρω για να κάνουμε κτ, βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ, συγκεντρώνομαι, ενώνομαι, συνασπίζομαι, φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα, προσέγγιση, μαζεύομαι, ενώνω, συναρμολογούμαι ξανά, συναρμολογώ ξανά, ταιριάζω, μαζεύομαι, συσπειρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνω, συναθροίζω, μάζωξη, συμμαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύομαι, πάω μαζί με κάποιον άλλο, πάω μαζί, ταιριάζω, πάω μαζί, ταιριάζω, ταξινομώ, κατατάσσω στην ίδια κατηγορία, συγκρατώ, κρατάω ενωμένο, έρχομαι κοντά, συνδέω, ενώνω, συγκεντρώνω, συνδέω, ενώνω, ενωμένος, συνδεδεμένος, διατηρώ/αποθηκεύω μαζί, φτιάχνω πρόχειρα, συζώ, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), ανακατεύω, φτιάχνω πρόχειρα, συναρμολογώ, ταξινομώ, συναρμολογώ, συνεργάζομαι, μαζεύω, συγκεντρώνω, συνέρχομαι, κοινός αγώνας, επανασυναρμολογώ, συναρμολογώ, συνδυάζω, μαζί, βάζω κάτω τα πράγματα, κοιμάμαι μαζί, συναρμολογούμενος, είμαστε ενωμένοι, μένουμε ενωμένοι, είμαι κολλημένος, φτιάχνω, ενώνω, συζητώ, μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα, βάζω μαζί, προχειροφτιαγμένος, προχειροφτιαγμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης together
μαζίadverb (in one group) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We went to the theatre together. Πήγαμε μαζί στο θέατρο. |
μαζίadverb (in one place) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We have the whole family together. Έχουμε μαζί μας όλη την οικογένεια. |
μαζίadverb (into one group) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) She gathered the flowers together in a bunch. Έβαλε όλα τα λουλούδια μαζί σε ένα μάτσο. |
συνολικάadverb (in total) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Together, the figures added up to ten. Συνολικά οι αριθμοί είχαν άθροισμα δέκα. |
συνολικάadverb (collectively; as a group) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Taken together, their problems seem overwhelming. Συνολικά τα προβλήματά τους μοιάζουν ανυπέρβλητα. |
όλοι μαζίadverb (in concert) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The students answered together. Οι μαθητές απάντησαν όλοι μαζί. |
μαζίadverb (reciprocally) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They worked together, helping each other. Δούλεψαν μαζί, βοηθώντας ο ένας τον άλλο. |
μαζεύομαι, συγκεντρώνομαιphrasal verb, intransitive (form a clump) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The frightened goats bunched together in the pasture. |
κουμπώνω με κλικphrasal verb, intransitive (knock, make tinkling sound) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I woke to the sound of cups clinking together in the kitchen next door. |
συνεισφέρω σε κτphrasal verb, intransitive (share cost) All Jon's colleagues clubbed together and got him a nice leaving gift. |
συγκεντρώνωphrasal verb, transitive, separable (gather, stick together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικάphrasal verb, transitive, separable (assemble clumsily) |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαιphrasal verb, intransitive (people: gather) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The team leaders need to get together to discuss the problem. Οι αρχηγοί της ομάδας πρέπει να μαζευτούν για να συζητήσουν το πρόβλημα. |
βρίσκομαιphrasal verb, intransitive (informal (people: socialize) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Let's get together sometime and catch up on each other's news. Να βρεθούμε κάποια στιγμή και να πούμε τα νέα μας. |
βρίσκομαι με κπ(informal (socialize with [sb]) (καθομιλουμένη) Every Friday after work, Joe gets together with his colleagues for a drink. |
μαζεύω, συγκεντρώνωphrasal verb, transitive, separable (items: collect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ed got his belongings together ready to go home. |
βγαίνω(date each other) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alan and Julie are going out together. |
βγαίνω μαζί(go somewhere together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We all went out together for a meal at a local restaurant. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαιphrasal verb, intransitive (gather) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Animals often group together to provide protection against predators. |
έχω ειρμό/συνέπεια, στέκωphrasal verb, intransitive (figurative (be consistent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) These two paragraphs don't hang together; I can't see how they are related. |
αλληλουποστηρίζομαιphrasal verb, intransitive (figurative (support one another) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As a society we must all hang together if we wish to achieve our aims. Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας. |
γίνομαι έναphrasal verb, intransitive (not fall apart) (μεταφορικά: ένωση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Incorporate the liquid into the dry ingredients until they hold together. |
μένω ενωμένοςphrasal verb, intransitive (figurative (stay unified) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The team managed to hold together for the win. |
μένω/παραμένω μαζίphrasal verb, intransitive (not go separate ways) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Keep together when we get to the station, otherwise we will lose each other. |
διατηρώ ενότηταphrasal verb, intransitive (figurative (maintain unity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If we keep together, we will have a better chance of getting a pay rise. |
πλέκωphrasal verb, transitive, separable (knitting: combine in one stitch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Knitting two stitches together is a common way to decrease. |
ενώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (medicine: join together, mend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένωphrasal verb, intransitive (figurative (join firmly, heal) (μεταφορικά: κόκαλο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Broken bones usually knit together in about six weeks. |
ανακατεύω,συνδυάζωphrasal verb, transitive, separable (combine, blend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you mix blue and red together, you get purple. |
ανακατεύωphrasal verb, transitive, separable (blend by stirring) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mix together the flour, egg and milk until you have a smooth paste. |
μαζεύω όπως-όπωςphrasal verb, transitive, separable (struggle to gather) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If we had only scraped together a little more money, we'd be living in our dream house. |
αλληλεπιδρώ(have an effect together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεργάζομαι(collaborate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσθέτω(calculate the total) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Add these numbers together and divide the total by three. |
αναμειγνύω(combine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Add together the eggs and milk and whisk them until thoroughly mixed. |
όλοι μαζίadverb (in chorus, in unison) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
όλοι μαζίadverb (gathered, in a group) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ενώνομαι(join forces) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The inhabitants banded together to fight the insect invaders. |
ταιριάζω(be well matched) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Greens and pinks belong together in this decorating plan. |
ενώνω(cause to feel connected) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
όμοιος ομοίω αεί πελάζειexpression (figurative (people who are similar form groups) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναμιγνύω(mix, combine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you blend yellow and blue together, you get green. |
ταιριάζω(go well together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φέρνω κπ/κτ κοντά(unite) Sunday lunch at my parents' house brings the whole family together. |
συγκεντρώνω(collect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This exhibition brings together all of Picasso's major paintings. |
συγκεντρώνω, μαζεύω(summon group) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσουγκρίζω(knock with tinkling sound) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He proposed a toast and we clinked our glasses together. |
κοντά ο ένας στον άλλοadjective (near to one another,) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If his eyes weren't so close together, he'd be almost handsome. |
συνεισφέρω για να κάνουμε κτverbal expression (share cost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The students clubbed together to buy a present for their teacher. |
βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτtransitive verb (informal, figurative (include with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't clump me with the troublemakers--I've never done anything wrong! |
συγκεντρώνομαι(be stuck in a cluster) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ενώνομαι, συνασπίζομαι(unite, join forces) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We must come together if we want to win the battle. Πρέπει να ενωθούμε (or: συνασπιστούμε), αν θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη. |
φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα(arrive at same time) Since they ride the same bus, they always come together. Πάντα φτάνουν ταυτόχρονα, αφού παίρνουν το ίδιο λεωφορείο. |
προσέγγισηnoun (act of joining or gathering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The coming together of North and South Korean politicians signaled a change of policy. |
μαζεύομαι(form a huddle or group) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Penguins sometimes draw together to share body warmth. |
ενώνω(unite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογούμαι ξανάverbal expression (be reassembled) He took the clock apart; now he can't get it to fit back together. |
συναρμολογώ ξανάverbal expression (reassemble) |
ταιριάζω(interlock) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The pieces of a puzzle are supposed to fit together perfectly. |
μαζεύομαι(figurative (people: gather) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The people began to flock together to see what was going on. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται για να δει τι συνέβαινε. |
συσπειρώνομαιintransitive verb (act as a group) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι(form a group) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συγκεντρώνω, συναθροίζω(make a collection) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μάζωξηnoun (informal (informal gathering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The girls are having a get-together tonight at my house. Τα κορίτσια έχουν συνάντηση σήμερα στο σπίτι μου. |
συμμαζεύομαιverbal expression (behavior: make socially acceptable) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συγκεντρώνομαιverbal expression (slang, figurative (gain mental focus or composure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμμαζεύομαιverbal expression (vulgar (live life seriously) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω μαζί με κάποιον άλλο(accompany one another) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How about if I leave my car here and we go together to the party? |
πάω μαζί, ταιριάζω(form a pair) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This gun and holster go together. |
πάω μαζί, ταιριάζω(form a pleasing combination) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Wine and cheese go together very well. |
ταξινομώ, κατατάσσω στην ίδια κατηγορία(figurative (class in same category) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rabbits and hares are often grouped together in wildlife books. |
συγκρατώ(stick) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Car manufacturers are increasingly using glue to hold parts together. |
κρατάω ενωμένο(figurative (maintain unity of) The military sees itself as the sole force capable of holding the country together. |
έρχομαι κοντά(form close group) |
συνδέω, ενώνω(figurative (unite) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω(people: gather) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω, ενώνω(connect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενωμένος, συνδεδεμένος(linked up, connected) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διατηρώ/αποθηκεύω μαζί(store in one place) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I keep all my shoes together in a cupboard in my room. Αποθηκεύω όλα τα παπούτσια μου μαζί σε ένα ντουλάπι στο δωμάτιό μου. |
φτιάχνω πρόχειρα(slang (assemble crudely) Helga knocked dinner together from whatever she could find in the fridge. |
συζώ(cohabit) (ζευγάρι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A year after they started dating, they decided to live together. |
βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)(group together) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The politician's remarks lumped his rival and various criminal enterprises together unrealistically. Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. |
ανακατεύωverbal expression (combine, blend) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνω πρόχειρα(assemble roughly) Sam patched a team together for Saturday's football match. |
συναρμολογώ, ταξινομώ(figurative (make coherent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was hard to piece together what he meant. |
συναρμολογώ(assemble, collate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I pieced together a bookshelf from boards and cement blocks. Συναρμολόγησα ένα ράφι με σανίδες και τσιμεντόλιθους. |
συνεργάζομαι(figurative, informal (make a joint effort) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Everyone pulled together to make the concert a success. Όλοι συνεργάστηκαν για να πετύχει η συναυλία. |
μαζεύω, συγκεντρώνω(assemble, gather) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian pulled a team together to come up with a plan. Ο Μπράιαν δημιούργησε μια ομάδα για να βρει ένα σχέδιο. |
συνέρχομαιinterjection (informal (regain composure) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stop crying and pull yourself together. |
κοινός αγώναςnoun (informal, figurative (co-operation, joint effort) (μεταφορικά) |
επανασυναρμολογώverbal expression (reassemble [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώ(assemble) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you help me put this bookcase together, please? |
συνδυάζω(figurative (consider as a whole) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Once you had put all the clues together, it was obvious what Cassius was hiding. |
μαζίexpression (combined) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That girl has more brains than all her siblings put together. Αυτή η κοπέλα έχει περισσότερο μυαλό από όλα τα αδέρφια της μαζί. |
βάζω κάτω τα πράγματαverbal expression (figurative, informal (deduce [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I think you can figure out who sent you the Valentine's Day card: just put two and two together! Βάλε κάτω τα πράγματα και νομίζω θα ανακαλύψεις ποιος σου έστειλε την κάρτα του Αγίου Βαλεντίνου! |
κοιμάμαι μαζί(informal, euphemism (have sex with one another) (ευφημισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After they slept together once, they never saw each other again. |
συναρμολογούμενοςadjective (that fasten by clipping one into another) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
είμαστε ενωμένοι(figurative (be united) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The country must stand together if we are to survive these difficult times. |
μένουμε ενωμένοι(informal, figurative (be united) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) We will stick together through thick and thin! |
είμαι κολλημένος(adhere to one another) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The plot of the novel didn't make sense because several pages had stuck together. |
φτιάχνω(figurative (arrange coherently) (το αποτέλεσμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After his brain injury, he had difficulty stringing sentences together. |
ενώνω(beads, etc.: thread) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I like to string together small seashells to make a pretty necklace. |
συζητώ(converse) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα(informal (assemble hastily) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For dinner Thursday night I just threw some stuff together. My presentation was just thrown together at the last minute. |
βάζω μαζί(put in each other's company) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A lot of very different people were thrown together in the lifeboat. |
προχειροφτιαγμένοςadjective (informal (assembled without planning) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jenna usually looks smart, but today her outfit looks thrown together. |
προχειροφτιαγμένοςadjective (informal (made hastily, without care) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του together στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του together
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.