Τι σημαίνει το big στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης big στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του big στο Αγγλικά.

Η λέξη big στο Αγγλικά σημαίνει μεγάλος, μεγάλος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, μεγάλος, δυνατός, μεγαλύτερος, μεγάλος, δυνατός, έντονος, μεγαλώνω, μεγάλος, σπουδαίος, ανώτερος, ευγενικός, γενναιόδωρος, ψηλώνω, μεγάλος, παινεύω, παινεύω, το Μεγάλο Μήλο, μπάντα, μεγάλη έκρηξη, μεγάλη έκρηξη, Μπιγκ Μπεν, Μπιγκ Μπεν, μεγάλο αφεντικό, μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι, -, μεγάλη ευκαιρία, μεγάλος αδερφός, Μεγάλος Αδερφός, πολλά λεφτά, μεγάλες επιχειρήσεις, μεγάλη δουλειά, αιλουροειδές, το μεγάλο αφεντικό, μεγαλούπολη, μαζικά δεδομένα, σημαντική ημέρα, σημαντική μέρα, σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα, πολύ σημαντικός, η Μεγάλη Άρκτος, -, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, μεγάλο θήραμα, χειροκροτώ θερμά, λαμβάνω θερμό χειροκρότημα, ψώνιο, αλαζόνας, καλόκαρδος, μεγάλη επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, στενή, μεγάλος αθλητικός όμιλος, υπερέχουσα τάξη, απάτη, κοροϊδία, προπαγάνδα, αρχηγός, καβαλημένος, πολλά λεφτά, συμφωνώ, -, μεγάλο όνομα, διάσημος, μου αρέσει πολύ κτ, κτ μου αρέσει πολύ, χιλιάρικο, η μεγάλη εικόνα, μεγάλη οθόνη, σπουδαίος, μεγάλη αδερφή, μεγάλη αδερφή, μεγαλούπολη, βία, μεγάλα λόγια, τρελά, μεγάλο δάχτυλο, τέντα, σκηνή, τσίρκο, πολλά μπράβο, ρόδα, μεγάλο κεφάλι, βαρυκόκκαλος, με μεγάλο στήθος, μεγάλου άκρου, κυνηγός, που παίζει στην πρώτη εθνική, υπερέχων, σημαντικός, ακριβός, πετυχημένος, μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, κουτσομπόλης, κουτσομπόλης, ευκαιρία, τεράστιος, πόσο μεγάλο;, σε μεγάλο βαθμό, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, η καλή, πιάνω την καλή, που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο, καυχιέμαι, κομπάζω, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος, το μεγάλο μπαμ, πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης big

μεγάλος

adjective (large) (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The city has a big stadium.
Η πόλη έχει ένα μεγάλο γήπεδο.

μεγάλος

adjective (informal (number: high)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A trillion is a big number.
Το τρισεκατομμύριο είναι πολύ μεγάλος αριθμός.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjective (informal (important, major)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My upbringing had a big influence on the way I view poverty.
Η ανατροφή μου άσκησε μεγάλη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη φτώχεια.

μεγάλος, δυνατός

adjective (loud)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The engine exploded with a big bang and a cloud of smoke.

μεγαλύτερος

adjective (informal (sibling: older)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My big sister's always mean to me.
Η μεγαλύτερη αδερφή μου είναι πάντα κακιά μαζί μου.

μεγάλος, δυνατός, έντονος

adjective (intense)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I get a big thrill watching live football.
Νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό, κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

μεγαλώνω

adjective (informal (adult, grown)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boy wants to be a fireman when he is big.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν μεγαλώσω, θέλω να οδηγώ μια Mercedes.

μεγάλος, σπουδαίος, ανώτερος

adjective (figurative, informal (pretentious) (μεταφορικά, ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's too big to associate with normal people.

ευγενικός, γενναιόδωρος

adjective (informal, ironic (generous) (ειρωνικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You've forgiven me? Well, that's very big of you.

ψηλώνω

adjective (informal (tall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your little brother's getting really big!

μεγάλος

adjective (informal (boastful) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's full of big claims about what he intends to do.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πολιτικοί είναι όλο μεγάλες δηλώσεις λίγο πριν τις εκλογές.

παινεύω

phrasal verb, transitive, separable (slang (express admiration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παινεύω

phrasal verb, transitive, separable (slang (exaggerate greatness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το Μεγάλο Μήλο

noun (nickname of New York City) (αγγλισμός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπάντα

noun (style of music: large dance band)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Big band leaders like Benny Goodman, Glenn Miller, and Tommy Dorsey transformed jazz music into swing.

μεγάλη έκρηξη

noun (physics: origin of universe)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Big Bang is how cosmologists believe our universe began.
Η θεωρία του Μπιγκ Μπαγκ είναι το πως θεωρούν οι κοσμολόγοι ότι ξεκίνησε το σύμπαν μας.

μεγάλη έκρηξη

noun (loud explosion)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We think a transformer blew because there was a big bang, then all the lights went out.

Μπιγκ Μπεν

noun (nonstandard (clocktower)

There's a wonderful view of Big Ben from the other side of the Thames.

Μπιγκ Μπεν

noun (bell)

The BBC plays the sound of Big Ben just before the midnight news.

μεγάλο αφεντικό

noun (highest supervisor) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The big boss will be carrying out an inspection today.

μεγάλο παιδί, μεγάλο αγόρι

noun (male child; somewhat mature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

noun (informal (impressive person or thing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
This big boy is the largest fish I ever caught.
Αυτή η ψαρούκλα είναι η μεγαλύτερη που έπιασα ποτέ.

μεγάλη ευκαιρία

noun (slang (great opportunity)

Judy got her big break when a famous director cast her in his new film.

μεγάλος αδερφός

noun (informal (older male sibling)

Μεγάλος Αδερφός

noun (figurative (government surveillance) (μεταφορικά: πολιτική)

πολλά λεφτά

(a lot of money)

μεγάλες επιχειρήσεις

noun (large businesses collectively)

Big business is expected to maintain America's ability to compete in the world market.

μεγάλη δουλειά

noun (informal ([sth] very profitable) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

The arms trade is big business, with a trillion dollars being spent on military purchases each year.

αιλουροειδές

noun (informal (large wild feline)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

το μεγάλο αφεντικό

noun (figurative, slang (high-ranking manager) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jane is the big cheese at this company.

μεγαλούπολη

noun (large urban centre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tokyo is a big city.

μαζικά δεδομένα

noun (uncountable (very large data sets)

σημαντική ημέρα, σημαντική μέρα

noun (day of an important occasion)

σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα

interjection (slang (disdain) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
So he won the game by cheating. Big deal!
Δηλαδή κέρδισε το παιχνίδι κλέβοντας. Σιγά το πράγμα!

πολύ σημαντικός

noun (slang ([sth] important)

Passing her driving test was a big deal for Jodie.
Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι.

η Μεγάλη Άρκτος

noun (US, informal (part of constellation Ursa Major) (αστερισμός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A line drawn through two stars in the Big Dipper points to the North Star.
Μία γραμμή ανάμεσα σε δυο αστέρες της Μεγάλης Άρκτου δείχνει τον βόρειο πολικό αστέρα.

-

noun (UK (fairground rollercoaster) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

interjection (vulgar, offensive, slang (expressing disdain) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλο θήραμα

noun (large animals pursued by hunters)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The reserve provides the opportunity to see big game such as lions and elephants.

χειροκροτώ θερμά

verbal expression (applaud enthusiastically)

λαμβάνω θερμό χειροκρότημα

verbal expression (receive enthusiastic applause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψώνιο

noun (conceited or arrogant attitude) (καθομ: για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
All those accolades that Paul has been getting are giving him a big head.

αλαζόνας

adjective (figurative, informal (conceited)

The excessive praise for his last project has made him big headed.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που έγινε διευθυντής έχει καβαλήσει το καλάμι και μιλάει σε όλους αφ' υψηλού.

καλόκαρδος

noun (figurative (kind, generous nature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The children love him because he has such a big heart.

μεγάλη επιτυχία

noun (informal (success)

Max's spaghetti Bolognese was a big hit with his girlfriend.

μεγάλη επιτυχία

noun (popular song)

'Take Me Out' by Franz Ferdinand was one of the big hits of 2004.
Το «Take me Out» του Φραντς Φέρτιναντ ήταν μια από τις μεγάλες επιτυχίες του 2004.

στενή

(slang (prison) (αργκό, μεταφορικά)

μεγάλος αθλητικός όμιλος

plural noun (US (sport: major league)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπερέχουσα τάξη

plural noun (US, figurative (highest level) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After his album went platinum, he knew he was playing in the big leagues.

απάτη, κοροϊδία

noun (fraud)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προπαγάνδα

noun (propaganda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχηγός

noun (figurative, slang (leader, esp. drug dealer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καβαλημένος

noun (figurative, disapproving, slang (self-important man) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πολλά λεφτά

noun (figurative, informal (finance: large sums)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's big money in real estate.

συμφωνώ

noun (informal (expressing strong agreement)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

-

noun (figurative, informal (tendency to speak without tact) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He's always getting into trouble because of his big mouth.
Βρίσκει συνέχεια τον μπελά του επειδή δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

μεγάλο όνομα

noun (informal, figurative (prominent figure or celebrity) (μεταφορικά)

διάσημος

noun as adjective (famous, well-known)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μου αρέσει πολύ κτ, κτ μου αρέσει πολύ

verbal expression (informal (be keen on, consider important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My maths teacher is big on learning by rote, so his lessons are pretty dull.

χιλιάρικο

(one-thousand-dollar bill)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η μεγάλη εικόνα

noun (figurative (the situation as a whole)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We need to consider the big picture and not focus just on details.

μεγάλη οθόνη

noun (cinema)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most films look much better on the big screen.

σπουδαίος

noun (slang (important person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He thinks he's a big shot since they gave him a company car.
Από τότε που του έδωσαν εταιρικό αυτοκίνητο, νομίζει πως είναι σπουδαίος.

μεγάλη αδερφή

noun (informal (older female sibling)

My big sister is two years older than me.

μεγάλη αδερφή

noun (US, figurative (female mentor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Freshmen at high school are assigned a big sister to mentor them during their first year.

μεγαλούπολη

noun (slang (city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βία

noun (figurative (influencing force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλα λόγια

(bragging) (μεταφορικά)

τρελά

adverb (informal (to the highest extent) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She's amazing, and I fell in love with her big time.
Είναι καταπληκτική και την ερωτεύτηκα τρελά.

μεγάλο δάχτυλο

noun (foot: largest digit)

It's very hard to walk if you break your big toe.

τέντα, σκηνή

noun (main tent at circus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσίρκο

noun (circus)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολλά μπράβο

interjection (slang (admiration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρόδα

noun (fairground Ferris wheel) (λούνα παρκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλο κεφάλι

noun (US, informal ([sb] important or powerful) (μεταφορικά)

βαρυκόκκαλος

adjective (having large bone structure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack says he's not fat; he's just big-boned.

με μεγάλο στήθος

adjective (woman: large breasts)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pamela Anderson is more famous for being big-breasted than for her acting.

μεγάλου άκρου

adjective (computer memory type)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγός

noun (hunts large animals)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
President Theodore Roosevelt was a conservationist, but also a big-game hunter.

που παίζει στην πρώτη εθνική

noun as adjective (US (sport: in major league)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother wanted to be a big-league baseball player, but he wasn't good enough at batting.

υπερέχων

noun as adjective (US, figurative (leading)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σημαντικός

noun as adjective (slang (person: important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a big-shot movie producer in Hollywood.

ακριβός

adjective (US (expensive, costly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πετυχημένος

noun as adjective (informal (very successful)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Now he's a big-time director, but once he worked in the mail room.

μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος

adjective (kind, generous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The theatre ran on donations from big-hearted patrons.

κουτσομπόλης

adjective (figurative (likes to gossip)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουτσομπόλης

adjective (figurative (speaks tactlessly)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευκαιρία

noun (slang (fortunate event)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miranda went to Hollywood, looking for her big break.

τεράστιος

adjective (informal (huge)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anna noticed a great big spot on her face.

πόσο μεγάλο;

adverb (informal (of what dimensions?) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How big a portion of chocolate cake do you want? How big is the cruise ship?
Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο;

σε μεγάλο βαθμό

adverb (informal (very much, greatly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If we lose the contract, it will hurt us in a big way.

γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα

verbal expression (become famous) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
After his book was published he made a big name for himself in literary circles.

η καλή

verbal expression (US, slang (be successful) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She went to Hollywood and made it big as a movie star.
Πήγε στο Χόλιγουντ, έγινε σταρ του σινεμά και έπιασε την καλή.

πιάνω την καλή

verbal expression (informal (be a success) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I moved to Hollywood, trying to make the big time.

που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο

adjective (informal (a matter of little importance) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is not a big deal that your brother likes to drink a beer now and then. Knitting a sweater is not a big deal for Jane; she has been knitting since she was eight years old.
Στον αδερφό σου αρέσει να πίνει καμιά μπίρα πού και πού. Σιγά το πράγμα!

καυχιέμαι, κομπάζω

verbal expression (US, slang (boast)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He talks big, but he's not really such a great golfer.

ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος

noun (informal, figurative ([sth] massively important)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το μεγάλο μπαμ

noun (informal (great success or fame) (ανεπίσημο, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After years of struggling in obscurity, he was ready for the big time.

πολύ μεγάλος, υπερβολικά μεγάλος

adjective (excessively large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lorry is too big to fit under the bridge. These hand-me-down clothes are too big for me.
Το φορτηγό είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει κάτω από τη γέφυρα. Αυτά τα ρούχα που δανείστηκα μου είναι πολύ μεγάλα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του big στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του big

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.