Τι σημαίνει το toilet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης toilet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του toilet στο Αγγλικά.

Η λέξη toilet στο Αγγλικά σημαίνει λεκάνη, τουαλέτα, τουαλέτα, μπάνιο, τουαλέτα, του μπάνιου, του μπάνιου, τραβάω το καζανάκι, εξωτερική τουαλέτα, χείλος, νεσεσέρ, μπλοκ τουαλέτας, λεκάνη, βουρτσάκι τουαλέτας, καθαριστικό τουαλέτας, καζανάκι, νεσεσέρ, χαρτί υγείας, βεντούζα, κάθισμα λεκάνης, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, κολώνια, μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης toilet

λεκάνη

noun (bathroom fixture) (είδος υγιεινής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cleaning the toilet is the chore I hate most.
Το καθάρισμα της λεκάνης είναι η δουλειά που μισώ περισσότερο.

τουαλέτα

plural noun (UK (restroom: in restaurant, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can you direct me to the toilets?
Μπορείς να με κατευθύνεις προς την τουαλέτα;

τουαλέτα

noun (dated (dressing, arranging hair, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I start each day with my morning toilet.
Ξεκινάω την κάθε μέρα με την πρωινή μου τουαλέτα.

μπάνιο

noun (room: with bath, shower)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tina goes into the bathroom as soon as she wakes up.
Η Τίνα πηγαίνει στο λουτρό μόλις ξυπνήσει.

τουαλέτα

noun (US (toilet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have drunk so much water, I really need to go to the bathroom.
Έχω πιει τόσο νερό που πρέπει πραγματικά να πάω τουαλέτα.

του μπάνιου

noun as adjective (in or of a room with bath, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I scrubbed the bathroom sink until it sparkled.
Έτριψα τον νιπτήρα του μπάνιου μέχρι που γυάλισε.

του μπάνιου

noun as adjective (US (in or of a toilet, restroom)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to lock the bathroom door.
Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα του μπάνιου.

τραβάω το καζανάκι

verbal expression (lavatory: use flush) (της τουαλέτας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please flush the toilet after you've used it.
Σε παρακαλώ τράβα το καζανάκι μόλις χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα.

εξωτερική τουαλέτα

noun (lavatory situated outside)

χείλος

noun (toilet bowl: inside top part) (τουαλέτας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can buy specially shaped bottles of cleaning fluid to squirt under the rim of your toilet.

νεσεσέρ

noun (wash bag for toiletries)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπλοκ τουαλέτας

noun (solid detergent used in lavatory bowl)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λεκάνη

noun (basin of lavatory) (τουαλέτας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βουρτσάκι τουαλέτας

noun (long-handled brush for cleaning toilets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She picked up the toilet brush to scrub the commode.

καθαριστικό τουαλέτας

noun (liquid bleach used in lavatory bowl)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καζανάκι

noun (lavatory disposal mechanism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεσεσέρ

noun (wash bag containing toiletries)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χαρτί υγείας

noun (tissue used in toilet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please add toilet paper to the shopping list - we're almost out.
Σε παρακαλώ πρόσθεσε χαρτί υγείας στην λίστα με τα ψώνια, κοντεύουμε να ξεμείνουμε.

βεντούζα

noun (device for unblocking a toilet) (τουαλέτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάθισμα λεκάνης

noun (part of toilet that one sits on)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The plumber replaced the toilet seat because it was broken.

η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας

noun (child: process of learning to use toilet)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Diana's toilet training is coming along nicely.

κολώνια

noun (eau de cologne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαθαίνω σε κπ να πηγαίνει στην τουαλέτα

transitive verb (teach to use toilet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του toilet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του toilet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.