Τι σημαίνει το tossed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tossed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tossed στο Αγγλικά.

Η λέξη tossed στο Αγγλικά σημαίνει ρίχνω, πετάω, πετώ, το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα, ανακατεύω, κορώνα γράμματα, βολή, ρίψη, βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες, στριφογυρίζω, στριφογυρνάω, σηκώνω απότομα, ρίχνω, πετάω, πετώ, αποκλείω, κάνω φύλλο και φτερό, κατεβάζω, πετάω, ξεφορτώνομαι, κάνω κπ πέρα, παραμερίζω, πετάω, πετάω, πετώ, λέω κτ απέξω, ξεπετάω, πετάω, τον παίζω, τον παίζω σε κπ, πετάω, ξεφορτώνομαι, απορρίπτω, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, δίνω δεκάρα, δίνω μία, χάνω, στρίβω κέρμα, στριφογυρίζω, τον παίζω, παίζω κορώνα - γράμματα, πενήντα-πενήντα, κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tossed

ρίχνω, πετάω, πετώ

transitive verb (throw lightly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob tossed the ball to Pippa.
Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα.

το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα

transitive verb (coin, to decide)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The two friends couldn't decide which film to watch, so they tossed a coin.
Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πια ταινία θα δούνε και γι' αυτό έστριψαν ένα νόμισμα.

ανακατεύω

transitive verb (salad, food: mix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen poured the dressing over the salad and tossed it.
Η Κάρεν έριξε τη σάλτσα πάνω στη σαλάτα και την ανακάτεψε.

κορώνα γράμματα

noun (flip of coin)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ben won the toss, so the group went to see his choice of film.
Το έπαιξαν κορώνα γράμματα και ο Μπεν κέρδισε, οπότε η παρέα πήγε να δει την ταινία της επιλογής του.

βολή, ρίψη

noun (light throw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda's toss didn't quite go far enough and the ball fell to the ground.
Η βολή της Λίντα δεν πήγε αρκετά μακριά και η μπάλα έπεσε στο έδαφος.

βλακείες, χαζομάρες, ανοησίες

noun (UK, vulgar, slang (nonsense)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Rob says he's got a physics degree, but I reckon that's complete toss.

στριφογυρίζω, στριφογυρνάω

intransitive verb (restless sleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert was tossing all night because he was nervous about his exam in the morning.

σηκώνω απότομα

transitive verb (head: jerk upwards)

The horse tossed its head, impatient to get going.

ρίχνω

transitive verb (figurative (speech: interject) (μεταφορικά, καθομιλουμένη: ιδέα, πρόταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The meeting was almost over, when Adam tossed an idea to increase productivity into the discussion.
Η συνάντηση είχε σχεδόν τελειώσει, όταν ο Άνταμ έριξε την ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας.

πετάω, πετώ

transitive verb (informal (discard, put in trash) (στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The T-shirt was looking very tatty, so Amanda tossed it.

αποκλείω

transitive verb (US, colloquial (sports: eject) (αθλητισμός: παίκτης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω φύλλο και φτερό

transitive verb (US, slang (search, ransack) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police tossed the suspect's apartment.

κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (ideas, etc.: brainstorm) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scientists got together to toss around a few ideas.

πετάω, ξεφορτώνομαι

phrasal verb, transitive, separable (object: throw about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The abusive husband was tossing his wife around as though she were a rag doll.

κάνω κπ πέρα

phrasal verb, transitive, separable (figurative (abandon, stop caring for: [sb]) (καθομιλουμένη, μτφ)

παραμερίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (disregard, ignore: [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω

phrasal verb, transitive, separable (discard: [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, πετώ

phrasal verb, transitive, separable (discard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω κτ απέξω

phrasal verb, transitive, separable (informal (recite spontaneously) (καθομιλουμένη)

Polly can toss off any poem after just one reading.

ξεπετάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (produce quickly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John tossed off his essay the night before it was due.

πετάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (say casually) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't like the way he tossed off that short apology.
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη.

τον παίζω

phrasal verb, intransitive (UK, vulgar, slang (masturbate) (αργκό, μεταφορικά, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some men toss off using internet porn.

τον παίζω σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (UK, vulgar, slang (masturbate [sb]) (αργκό, μεταφορικά, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fiona undid Mark's trousers and tossed him off.
Η Φιόνα ξεκούμπωσε το παντελόνι του Μαρκ και του τον έπαιξε.

πετάω, ξεφορτώνομαι

phrasal verb, transitive, separable (informal, literal (discard, throw away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (reject, dismiss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The trade union tossed out the employers' offer after only a short discussion.

ρίχνω κτ κορώνα γράμματα

phrasal verb, intransitive (throw a coin to decide)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω δεκάρα, δίνω μία

verbal expression (UK, slang, vulgar (care) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do I look like someone who gives a toss? I don't give a toss why you're late; you're fired anyway!

χάνω

verbal expression (not win at heads-or-tails)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στρίβω κέρμα

verbal expression (let chance decide between 2 options)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στριφογυρίζω

verbal expression (lie in bed awake and agitated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τον παίζω

verbal expression (UK slang, vulgar (man: masturbate) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω κορώνα - γράμματα

noun (informal (coin throw: decides [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Before almost every sporting match there's a toss-up between the two teams.

πενήντα-πενήντα

noun (figurative, informal (fifty-fifty chance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Who is going to win this election is still a toss-up.

κερδίζω στο στρίψιμο νομίσματος

verbal expression (win at heads-or-tails)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tossed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tossed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.