Τι σημαίνει το total στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης total στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του total στο Αγγλικά.

Η λέξη total στο Αγγλικά σημαίνει σύνολο, συνολικός, όλος, αθροίζω, προσθέτω, απόλυτος, σύνολο, ανέρχομαι σε κτ, διαλύω, υπολογίζω, κάνω υπολογισμό, αθροίζω, γίνεται χαμός, γίνεται πανικός, σύνολο, τελικό ποσό, συνολικά, τρέχων σύνολο, έχω το πακέτο, απόλυτη συμφωνία, απόλυτη συμφωνία, συνολικό ποσό, ισολογισμός, ολοκληρωτική αλλαγή, αφοσίωση, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, ακολασία, ανηθικότητα, ολική έκλειψη, συνολική, γενική εντύπωση, πλήρης εμβύθιση, ολική εμβύθιση, απόλυτη συγκέντρωση, πλήρης εμβύθιση, κατεστραμμένος, ξεγραμμένος, συνολική απώλεια, χωρητικότητα μνήμης, ολοκληρωτική ανάκληση, σύνολο εσόδων, συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης total

σύνολο

noun (sum) (ποσό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The total comes to fifty-four dollars.
Η σούμα είναι πενήντα πέντε δολάρια.

συνολικός, όλος

adjective (entire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm not sure I can pay the total amount.
Δεν ξέρω αν μπορώ να πληρώσω το συνολικό (or: όλο το) ποσό.

αθροίζω, προσθέτω

transitive verb (to sum)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you total all the amounts, it comes to a lot of money.
Αν σουμάρεις (or: κάνεις σούμα) όλα τα ποσά, είναι πολλά χρήματα.

απόλυτος

adjective (complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was total chaos because of the transport strike.

σύνολο

noun (entirety)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'll pay the total: it's my treat.

ανέρχομαι σε κτ

intransitive verb (to sum)

It all totals to more than we can afford.
Όλα μαζί κάνουν περισσότερα από ότι μπορούμε να διαθέσουμε.

διαλύω

transitive verb (mainly US (car: wreck) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I totaled my car.

υπολογίζω, κάνω υπολογισμό, αθροίζω

phrasal verb, transitive, separable (calculate combined amount of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After adding the price of the house, the interest, and the escrow, the bank finally totalled up the mortgage payment for the applicant.

γίνεται χαμός, γίνεται πανικός

verbal expression (slang, figurative (be great fun) (μτφ, αργκό)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
I can't wait for this weekend, it will be a total blast!
Ανυπομονώ να έρθει το Σαββατοκύριακο, θα γίνει χαμός!

σύνολο

noun (sum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The attorneys in the firm have a combined total of over 100 years of experience in corporate law.

τελικό ποσό

noun (final sum or amount)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The village fete managed to raise a grand total of £1,500 for the church restoration fund.

συνολικά

adverb (altogether)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τρέχων σύνολο

noun (overall amount so far) (μέχρι τώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The running toal of votes cast for Class President is 124.

έχω το πακέτο

noun (slang, figurative ([sb], [sth]: offers everything) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Intelligence, enthusiasm, experience - this candidate's the total package.

απόλυτη συμφωνία

noun (consent or permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόλυτη συμφωνία

noun (accord)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Make sure you're in total agreement before spending $6000 on this vacation.

συνολικό ποσό

noun (overall quantity or sum)

ισολογισμός

plural noun (overall capital) (οικονομία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ολοκληρωτική αλλαγή

noun (transformation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφοσίωση

noun (devotion, pledged involvement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His total commitment to the war effort was admirable.

απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι

noun (complete absence of light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the electrical grid malfunctioned, the countryside was immersed in total darkness.

ακολασία, ανηθικότητα

noun (severe immorality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many bachelor parties are nothing more than total depravity.

ολική έκλειψη

noun (astronomy: one body obscures another)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There will be a total eclipse of the moon tonight, I hear.

συνολική, γενική εντύπωση

noun (overall impact)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Individually the performances were nothing special, but taken together the total effect was stunning.

πλήρης εμβύθιση, ολική εμβύθιση

noun (figurative (intensive experience) (μεταφορικά)

Total immersion is the very best way to learn a language.

απόλυτη συγκέντρωση

noun (figurative (complete concentration)

Achieving peak performance requires total immersion in the activity.

πλήρης εμβύθιση

noun (whole body in water)

Believers are baptized by total immersion in the water.

κατεστραμμένος, ξεγραμμένος

noun (damaged vehicle: write-off)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The insurance company deemed the automobile a total loss after the accident.

συνολική απώλεια

noun (finance: gross amount lost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωρητικότητα μνήμης

noun (technology: storage capacity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The computer has 250GB of total memory on the hard drive.

ολοκληρωτική ανάκληση

noun (ability to remember [sth] completely)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her total recall of the crime helped the police nab the perpetrator.

σύνολο εσόδων

noun (overall income)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα

noun (overall quantity or number)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του total στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του total

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.