Τι σημαίνει το total στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης total στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του total στο ισπανικά.
Η λέξη total στο ισπανικά σημαίνει σύνολο, συνολικός, όλος, απόλυτος, σύνολο, απόλυτος, πλήρης, παντελής, εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,, απόλυτος, εντελώς, σύνολο, τελικό ποσό, συνολικός, όλος, ολόκληρος, που έχει ξεφύγει, γενικός, συνολικός, συγκεντρωτικός, εντελώς, απόλυτα, απόλυτος, συνολικός, πραγματικός, αληθινός, έσχατος, έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος, γενικός, σε, απόλυτος, πλήρης, πλήρης, ολοκληρωτικός, ολοκληρωμένος, απόλυτος, άθροισμα, εντελώς, τελείως, απόλυτος, ολοκληρωτικός, μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός, γενικός, καθολικός, εκτεταμένος, ξεκάθαρος, καθαρός, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης, παντελώς, ολωσδιόλου, καθαρός, σκέτος, απόλυτος, πλήρης, μεικτά, ακαθάριστα, αθροίζω, προσθέτω, υποσύνολο, ποσό, που αριθμεί, έχω άθροισμα, ξεγραμμένος, τελειωμένος, συνολικά, απόλυτα αφοσιωμένος, συνολικά, συνολικά, συνολικά, συνολικά, συγκεντρωτικά, συνολικά, ειλικρινά, εντελώς, τελείως, εργατικό δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό, άθροισμα, σύνολο, αμέριστος, οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή, ξεπούλημα, πλήρης σύγχυση, νηνεμία,μπουνάτσα, φόρος αίματος, ολόκληρη παράσταση, συγκατάθεση, συναίνεση, πλήρες μήκος, συναίνεση, συγκατάβαση, ολοκληρωτική υποστήριξη, μεικτό, ακαθάριστο ποσό, απόλυτη συμφωνία, ολοκληρωτική αλλαγή, αφοσίωση, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, ακολασία, ανηθικότητα, ολική έκλειψη, κατεστραμμένος, ξεγραμμένος, χωρητικότητα μνήμης, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, σύνολο, κύκλος εργασιών, πλήρης έκταση, τρέχων σύνολο, αμάξι για παλιοσίδερα, μερίδιο αγοραστικής δύναμης του πελάτη, συνολικό ποσό, συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμα, το μαύρο σκοτάδι, ολικό αίμα, ακαθάριστα έσοδα, ισολογισμός, διαβεβαιώ πλήρως, αγοράζω, υπολογίζω, κάνω υπολογισμό, αθροίζω, καραβιά, απόλυτη συγκέντρωση, πλήρης αταξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης total
σύνολοnombre masculino (ποσό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El total llega a cincuenta y cuatro dólares. Η σούμα είναι πενήντα πέντε δολάρια. |
συνολικός, όλοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No estoy seguro de poder pagar el monto total. Δεν ξέρω αν μπορώ να πληρώσω το συνολικό (or: όλο το) ποσό. |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hubo un total caos a causa de la huelga de los transportistas. |
σύνολοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Yo pago el total, me toca a mí. |
απόλυτος, πλήρης, παντελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vacaciones al sol junto al mar, la felicidad total. |
εντελώς, απόλυτα, παντελώς, τελείως,
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su habitación era un lío total. |
εντελώςadjetivo de una sola terminación (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No soporto escuchar a Peter hablar, es un aburrimiento total. |
σύνολο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El total era de casi mil en conjunto. Το σύνολο ήταν σχεδόν χίλια. |
τελικό ποσόnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La fiesta del pueblo logró recaudar un total de £1.500 para el fondo de restauración de la iglesia. |
συνολικόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El coste total fue mayor de lo que habíamos calculado. Το συνολικό κόστος ήταν παραπάνω από ότι υπολογίζαμε. |
όλος, ολόκληρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hemos pagado el importe total. Πληρώσαμε το συνολικό ποσό. |
που έχει ξεφύγειadjetivo (coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El salto en paracaídas es una experiencia total. |
γενικόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pérdida total de población fue de aproximadamente un millón. Ο γενικός πληθυσμού μειώθηκε κατά ένα εκατομμύριο περίπου. |
συνολικός, συγκεντρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cantidad total supera el millón de dólares. Το συνολικό ποσό ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο δολάρια. |
εντελώς, απόλυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi nuevo jefe es un aburrido total. |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El virtuoso pianista tenía un dominio total del concierto. |
συνολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La escuela apunta a ofrecer una educación total para sus alumnos. Στόχος του σχολείου είναι να παρέχει ευρεία εκπαίδευση στους μαθητές του. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La alarma causó una confusión total. |
έσχατος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Despidieron a Alan por insubordinación total. |
έντονος, κατηγορηματικός, απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nuestras repetidas solicitudes de entrevista recibieron una negativa total. |
γενικόςnombre masculino (σύνολο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El precio total de esta casa ascendió a doscientos mil dólares. |
σε(για ποσό, για υπολογισμό) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) El total suma treinta y tres dólares con noventa y cuatro centavos. Ανέρχεται σε τριάντα τρία δολάρια και ενενήντα πέντε λεπτά. |
απόλυτος, πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Mary se le dio libertad absoluta para hacer lo que deseara. |
πλήρης, ολοκληρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολοκληρωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άθροισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La suma de dos más dos es cuatro. Δύο συν δύο έχει άθροισμα τέσσερα. |
εντελώς, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si Juan cree eso, es un auténtico idiota. |
απόλυτος, ολοκληρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεγάλος, φοβερός, καταπληκτικός(επιτυχία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γενικός, καθολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los ciudadanos expresaron su rechazo general a los productos genéticamente modificados. Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα. |
εκτεταμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El trabajo de este filósofo ofrece una teoría completa de la libertad personal. Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία. |
ξεκάθαρος, καθαρός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No hubo ganadores indiscutidos en esta elección así que tendremos que tener un desempate. Δεν υπάρχουν ξεκάθαροι νικητές σε αυτές τις εκλογές, και έτσι πρέπει να γίνουν επαναληπτικές. |
ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La guerra causó la destrucción absoluta de la ciudad. Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης. |
παντελώς, ολωσδιόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Bill cree que Shakespeare escribió Orgullo y prejuicio? ¡Es un completo idiota! |
καθαρός, σκέτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fue pura suerte haberlo visto, si hubiera caminado por ahí un minuto después, nunca lo hubiese visto. |
απόλυτος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tener que reemplazar el pasaporte es un completo fastidio. |
πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Helen le dio a Rosa su completa atención. |
μεικτά, ακαθάριστα(έσοδα, αμοιβές) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αθροίζω, προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si totalizas todos los montos, se vuelve un montón de plata. Αν σουμάρεις (or: κάνεις σούμα) όλα τα ποσά, είναι πολλά χρήματα. |
υποσύνολο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ποσό(χρηματικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El importe de la cuenta fue más de lo que él esperaba. Το ποσό του λογαριασμού ήταν μεγαλύτερο απ' όσο περίμενε. |
που αριθμεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω άθροισμα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Los lados opuestos de un dado suman siete. Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά. |
ξεγραμμένος, τελειωμένος(μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El móvil de Olga era un desastre después de que se le cayera en la bañera. |
συνολικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Juntos, los números sumaron diez. Συνολικά οι αριθμοί είχαν άθροισμα δέκα. |
απόλυτα αφοσιωμένοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aquí todos estamos total y absolutamente comprometidos en ayudar a los demás a aprender otro idioma. |
συνολικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) En total son 35,00$. Το ποσό είναι $35,00 συνολικά. |
συνολικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cuatro profesores, diecisiete chicos, once chicas... en total serán treinta y dos personas en el autobús. |
συνολικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Había en total siete huéspedes en el hotel, incluyéndonos. |
συνολικά, συγκεντρωτικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνολικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El público fue escaso, menos de 40 personas en total. |
ειλικρινάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εντελώς, τελείως(voz latina) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εργατικό δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La empresa dio en Navidad una bonificación al total de trabajadores. Η εταιρεία έδωσε σε όλους τους υπαλλήλους (or: εργαζόμενους) μπόνους τα Χριστούγεννα. |
άθροισμα, σύνολο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμέριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θέλω την αμέριστη προσοχή σας όσο θα λέω τους κανόνες σχετικά με τη σχολική ενδυμασία. |
οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El total adeudado aparece al pie de la boleta. |
ξεπούλημα(για καταστήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλήρης σύγχυση
El desconcierto total del hombre era obvio por la expresión en su rostro; no creo que tuviera idea de lo que hablaba. |
νηνεμία,μπουνάτσαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φόρος αίματος(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) El total de víctimas del terremoto está subiendo rápidamente a medida que se encuentran más y más cuerpos. Ο απολογισμός των θυμάτων του σεισμού αυξάνεται γρήγορα καθώς εντοπίζονται περισσότερες σοροί. |
ολόκληρη παράσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκατάθεση, συναίνεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El casamiento cuenta con mi consentimiento total. |
πλήρες μήκος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El largo total de la limusina era de catorce metros, hasta tenía piscina. |
συναίνεση, συγκατάβασηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Debes tener el consentimiento total de tus padres o no podrás ir. |
ολοκληρωτική υποστήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nuestros patrocinadores han dado apoyo total al proyecto. |
μεικτό, ακαθάριστο ποσό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απόλυτη συμφωνίαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se requiere el total acuerdo de las partes. |
ολοκληρωτική αλλαγήnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¡Qué agradable sorpresa ver el cambio total que había experimentado! |
αφοσίωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Siempre mostró su total dedicación a la causa. |
απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Durante ese gran apagón, quedó toda la ciudad sumida en una oscuridad total. |
ακολασία, ανηθικότηταnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ES: La zoofilia me parece una depravación total. |
ολική έκλειψηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He oído que hoy habrá un eclipse total de luna. |
κατεστραμμένος, ξεγραμμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los de la compañía aseguradora consideraron que mi coche era un siniestro total después del accidente. |
χωρητικότητα μνήμηςnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El total de memoria del disco duro es de 250 GB. |
απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύνολοlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El total de los años de experiencia de los abogados combinados de la firma es de 100 años. |
κύκλος εργασιών(χρηματοοικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πλήρης έκταση
El alcance total del desastre no está claro todavía. |
τρέχων σύνολο(μέχρι τώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμάξι για παλιοσίδεραlocución nominal masculina (τρακαρισμένο για ανταλλακτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después del accidente, declararon el coche siniestro total, y fue al desguace para piezas. |
μερίδιο αγοραστικής δύναμης του πελάτη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El 40% del gasto total fue en alimentos. |
συνολικό ποσό
|
συνολικό ποσό, συνολικό άθροισμαlocución nominal femenina |
το μαύρο σκοτάδι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ολικό αίμαlocución nominal femenina |
ακαθάριστα έσοδα
Los ingresos brutos fueron de casi $15 000. |
ισολογισμόςnombre masculino (οικονομία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διαβεβαιώ πλήρως
|
αγοράζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El precio le pareció muy conveniente y compró el total de las unidades que teníamos disponible. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αγοράσαμε όλα τα αποθέματα του προϊόντος στο κατάστημα. |
υπολογίζω, κάνω υπολογισμό, αθροίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καραβιά(επιβάτες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόλυτη συγκέντρωση(figurado) Para lograr el rendimiento máximo, se requiere una inmersión total en la actividad. |
πλήρης αταξίαnombre masculino Cuando apareció la policía los manifestantes se mezclaron con los espectadores, provocando un caos total. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του total στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του total
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.