Τι σημαίνει το vale στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vale στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vale στο ισπανικά.

Η λέξη vale στο ισπανικά σημαίνει εντάξει, εντάξει, ναι, καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται, εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί, υπόσχεση πληρωμής, δωροεπιταγή, δωροκάρτα, κάρτα δώρου, κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη, ομόλογο, τεφτέρι, πω πω, ουάου, απόδειξη, τέλος πάντων, ναι μεν, αλλά, εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά, μάλιστα, εντάξει, κουπόνι, εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε, εντάξει, σύμφωνοι, κουπόνι, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, αξίζω, κοστίζω, χρησιμεύω, κοστίζω, στοιχίζω, μου κάνει, μου χωράει, φτάνω για, επαρκώ για, αρκώ, γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου, κελεπούρι, που αξίζει, που αξίζει δύο πένες, που κοστίζει δύο πένες, ανεξέλεγκτος, απεριόριστος, δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή, Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει., κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, καλύτερα να μην, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., δεν αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο;, αξίζει τον κόπο, σίγουρα, εώς εδώ και μη παρέκει, κουπόνι φαγητού, καλή συμβουλή, σωστή συμβουλή, το καλό που σου θέλω, που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί, όλα επιτρέπονται, των δύο πενών, που αξίζει να τον δω, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, άχρηστος, ανάξιος, κουπόνι για γεύμα, αξίζει το ρίσκο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vale

εντάξει

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Vale, vayamos al bar.
Εντάξει, ας πάμε στην παμπ.

εντάξει, ναι

interjección

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
"Joe, saca la basura, por favor." "Vale, mamá."

καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται

(ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'¿Vamos al cine?" preguntó ella. "¡Vale!" contestó él, y la pasó a buscar.

εισιτήριο εκδήλωσης που έχει αναβληθεί

nombre masculino (para asistir a un evento pospuesto)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπόσχεση πληρωμής

(coloquial)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Juan le dio a Linda un vale por el dinero que le debía.

δωροεπιταγή, δωροκάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tía de Isobel no sabía qué comprarle para su cumpleaños, así que le regaló unos vales.

κάρτα δώρου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su único regalo fue un vale por £5.

κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη

nombre masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Las salchichas que estaban en oferta se agotaron, pero la tienda me dio un vale.
Τα λουκάνικα της διαφήμισης είχαν τελειώσει αλλά μου έδωσαν κουπόνι για να τα αγοράσω με έκπτωση την επόμενη φορά.

ομόλογο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Qué pasará con la obligación si la compañía entra en bancarrota?

τεφτέρι

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πω πω, ουάου

(ενθουσιασμός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Caramba! ¡Sería grandioso si me pudieras ayudar!

απόδειξη

(γκαρνταρόμπα, πάρκινγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tráiganos su recibo cuando vaya a marcharse y le traeremos su abrigo.
Απλά παρέδωσε την απόδειξή σου όταν είσαι έτοιμος να φύγεις και θα σου επιστρέψουμε το παλτό σου.

τέλος πάντων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
«Pero, bueno, comencemos la reunión», dijo Ron.

ναι μεν, αλλά

expresión (ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sí, vale, pero todavía no explica por qué no terminaste el trabajo.

εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Está bien, sacaré la basura.
OK, θα βγάλω τα σκουπίδια.

μάλιστα, εντάξει

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κουπόνι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquí tienes un cupón por una caja gratis de cereales.

εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε

(para evento)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El equipo canceló el juego y ofreció un vale canjeable a las personas que compraron boleto.
Η ομάδα ακύρωσε τον αγώνα και πρόσφερε εισιτήρια για την εκδήλωση που αναβλήθηκε σε όσους είχαν ήδη εισιτήρια.

εντάξει, σύμφωνοι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
—¿Quieres probar el nuevo restaurante chino? —¡De acuerdo!
«Να δοκιμάσουμε αυτό το νέο κινέζικο εστιατόριο;» «Ναι, σύμφωνοι!»

κουπόνι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tarjeta de membresía trae un cupón de un 20% de descuento.

εντάξει, καλά, σύμφωνοι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voy al almacén. ¿Está bien?
Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει;

αξίζω, κοστίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El comerciante dice que el jarrón vale doscientas libras, pero yo esperaba más.
Ο έμπορος είπε πως το βάζο άξιζε 200 λίρες, αλλά εγώ είχα την ελπίδα ότι θα έπιανε περισσότερα.

χρησιμεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοστίζω, στοιχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este libro cuesta diez dólares.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το βιβλίο κάνει δέκα δολάρια.

μου κάνει, μου χωράει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis zapatos ya no me quedan.
Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.

φτάνω για, επαρκώ για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con un euro se adquiere poco más que una taza de café.
Με ένα ευρώ μπορεί κανείς να αγοράσει κάτι παραπάνω από ένα φλυτζάνι καφέ.

αρκώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Así te vale? ¿O debo trabajar más en el asunto?
Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο;

γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου

interjección (coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κελεπούρι

(figurado) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amy supo al instante que su nuevo novio era una joya.

που αξίζει

(τον κόπο, την προσπάθεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Enseñar es un trabajo que vale la pena.
Η διδασκαλία είναι μια σημαντική (or: αξιόλογη) δουλειά.

που αξίζει δύο πένες, που κοστίζει δύο πένες

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξέλεγκτος, απεριόριστος

nombre masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me dijo que nadie hace caso de las reglas que esto es el vale todo... siendo así, que se vayan preparando porque los voy a aplastar a todos.

δεν αξίζει δεκάρα τσακιστή

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me dicen que podría conseguir algo mejor si sigo buscando, pero de momento me quedo con el trabajo que tengo: más vale pájaro en mano que ciento volando.

καλύτερα να μην

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Más vale que no planees una fiesta mientras tu madre y yo nos vamos este fin de semana.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο.

Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No les he dejado jugar con esos palos, más vale prevenir que curar.

δεν αξίζει τον κόπο

expresión

αξίζει τον κόπο;

expresión

αξίζει τον κόπο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σίγουρα

locución interjectiva (AR)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"¿Vas a ir al partido esta noche?" "¡Más vale!".
"Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!"

εώς εδώ και μη παρέκει

interjección

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουπόνι φαγητού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλή συμβουλή, σωστή συμβουλή

(figurado)

το καλό που σου θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Sería mejor que hiciera lo que se le pide!
Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν!

που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί

locución verbal (θέμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλα επιτρέπονται

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

των δύο πενών

locución adjetiva (νόμισμα, κέρμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που αξίζει να τον δω

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα

(για χρήματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Ya vale! Deja de preocuparte que no es para tanto.
Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα!

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Esta computadora es una porquería que no sirve para nada!

ανάξιος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουπόνι για γεύμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αξίζει το ρίσκο

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Ξέρω ότι φαίνεται ακριβό, αλλά ξέρω ότι θα ανέβει η αξία του, οπότε νομίζω ότι αξίζει το ρίσκο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vale στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του vale

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.