Τι σημαίνει το vision στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vision στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vision στο Αγγλικά.

Η λέξη vision στο Αγγλικά σημαίνει όραση, εικόνα, όραμα, διορατικότητα, όραμα, οπτασία, θολή όραση, έγχρωμη όραση, χρωματική όραση, διπλωπία, οπτικό πεδίο, παγκόσμιο όραμα, μειωμένη όραση, έλλειψη διορατικότητας/δημιουργικότητας, οπτικό πεδίο, χαμηλή όραση, νυχτερινή όραση, γυαλιά νυχτερινής όρασης, περιφερική όραση, οπτικό πεδίο, στενοκέφαλος, στενόμυαλος, όραση σήραγγας, μελλοντική προοπτική, δήλωση οράματος, όραση ακτίνων Χ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vision

όραση

noun (sight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gavin went to see an optician because he was having some problems with his vision.
Ο Γκάβιν επισκέφτηκε έναν οπτικό επειδή είχε προβλήματα με την όρασή του.

εικόνα

noun (mental image) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen saw the picture in the travel agent's window and had a vision of herself lying on a beach with a cocktail in her hand.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το φάρμακο είναι πολύ ισχυρό και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και οράματα.

όραμα

noun (idea for future)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The philanthropist had a vision of a better, fairer world.
Ο φιλάνθρωπος είχε ένα όραμα για έναν καλύτερο, πιο δίκαιο κόσμο.

διορατικότητα

noun (perception)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oliver had the vision to see what the house could look like, once it had been fully renovated.

όραμα

noun (mystical experience)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Emily claimed her dead grandmother had appeared to her in a vision and told her to leave the house, just before the tree fell on it.

οπτασία

noun ([sth] attractive) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam couldn't believe it when he saw his bride coming towards him; she was a vision.

θολή όραση

noun (inability to see clearly)

After hitting his head, he suffered from blurred vision.

έγχρωμη όραση, χρωματική όραση

noun (ability to see hues)

Nocturnal animals tend not to have color vision; the night's light is not strong enough to make out more than gray shapes.
Τα νυκτόβια ζώα, συνήθως, δεν έχουν έγχρωμη όραση˙ το φως της νύχτας δεν είναι αρκετό δυνατό ώστε αυτά να μπορούν να διακρίνουν κάτι παραπάνω από γκρίζες φιγούρες.

διπλωπία

(symptom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οπτικό πεδίο

noun (everything visible to the eye)

παγκόσμιο όραμα

noun (international strategy)

μειωμένη όραση

noun (defective eyesight)

έλλειψη διορατικότητας/δημιουργικότητας

noun (inability to think creatively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His lack of vision makes him unsuitable for a career in marketing.

οπτικό πεδίο

noun (line from eye to focal point)

The car came from outside my line of vision and crashed into the side of our car.

χαμηλή όραση

noun (visual impairment, poor sight)

Amanda's low vision prevents her from driving a car.

νυχτερινή όραση

noun (ability to see in the dark)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cats have excellent night vision.

γυαλιά νυχτερινής όρασης

noun (infrared optical device)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During the war in the Falklands, some Argentine units employed night-vision goggles.

περιφερική όραση

noun (edges of one's sight)

My peripheral vision is much better with contact lenses than with glasses.

οπτικό πεδίο

noun (field of view)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The army set up camp just beyond the enemy's range of vision. The car came toward me from the left, just outside my range of vision.
Το αυτοκίνητο ήρθε κατά πάνω μου από τα αριστερά, λίγο έξω από το οπτικό μου πεδίο.

στενοκέφαλος, στενόμυαλος

noun (figurative (narrow-minded view) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He suffers from serious tunnel vision when it comes to parenting.

όραση σήραγγας

noun (literal (inability to see what is not directly in front)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His tunnel vision prevented him from seeing the car approaching from the right.

μελλοντική προοπτική

noun (business strategy or plan)

δήλωση οράματος

noun (summary of future business plan)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όραση ακτίνων Χ

noun (ability to see through solid matter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vision στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του vision

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.