Τι σημαίνει το window στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης window στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του window στο Αγγλικά.

Η λέξη window στο Αγγλικά σημαίνει παράθυρο, παράθυρο, παράθυρο, παράθυρο, βιτρίνα, γκισέ, παράθυρο, παράθυρο, παράθυρο εκτόξευσης, παράθυρο σε προεξοχή, παράθυρο, ανοιγόμενο παράθυρο, βιτρίνα, φεγγίτης, παράθυρο εξυπηρέτησης οδηγών, μπαλκονόπορτα, μπροστινό παράθυρο, γίνομαι καπνός, μεγάλο παράθυρο, στρογγυλό διακοσμητικό παράθυρο με βιτρό, ανασυρόμενο παράθυρο, συρταρωτό παράθυρο, βιτρίνα, παράθυρο βιτρό, παράθυρο προστασίας από ακραία καιρικά φαινόμενα, ταμείο πώλησης εισιτηρίων, στόρι, ζαρντινιέρα παραθύρου, καθαριστικό για τα τζάμια, καθαριστής παραθύρων, καθαρίστρια παραθύρων, κάλυμμα παραθύρου, διακοσμητής βιτρίνας, φτιάξιμο βιτρίνας, φανφάρες, κάσα παράθυρου, παράθυρο σε κτ, περβάζι, ευκαιρία, πάνελ παραθύρου, σήτα, θέση στο παράθυρο, κουρτίνα, βόλτα στις βιτρίνες, λαμπρικέν, τζαμαρία, χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες, τζάμι, περβάζι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης window

παράθυρο

noun (opening in wall, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This room has three windows that face to the west.
Αυτό το δωμάτιο έχει τρία παράθυρα που κοιτούν δυτικά.

παράθυρο

noun (glass)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The broken window needs to be replaced.
Το σπασμένο παράθυρο πρέπει να αντικατασταθεί.

παράθυρο

noun (figurative (period of opportunity) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a window of opportunity to buy it cheap before the prices rise again.
Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αγοράσουμε φτηνά πριν ανέβουν πάλι οι τιμές.

παράθυρο

noun (computers) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have three windows open on my screen.
Έχω ανοιχτά τρία παράθυρα στην οθόνη μου.

βιτρίνα

noun (shop: window display)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She stopped at the shop to look at the window.

γκισέ

noun (ticket office: counter)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We went up to the window and asked for two tickets to the film.

παράθυρο

noun (on an envelope)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to put the bill in the envelope so the address shows through the window.

παράθυρο

noun (vision) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She says she has a window into the future and she can tell fortunes.

παράθυρο εκτόξευσης

noun (figurative (period for launching spacecraft)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They have a six-hour window in which to launch the rocket.

παράθυρο σε προεξοχή

noun (window: projects outwards)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You can see the garden through the bay window.

παράθυρο

noun (window of an automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She rolled down the car window to say hello to the neighbors.

ανοιγόμενο παράθυρο

noun (type of window) (ανοίγει σαν πόρτα)

The cottage has small casements with a lattice design.

βιτρίνα

noun (shop window displaying goods)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Danielle was very fond of a dress she saw in the display window at Elle Fashions.
Η Ντανιέλ λάτρεψε ένα φόρεμα που είδε στη βιτρίνα του Elle Fashions.

φεγγίτης

noun (type of roof window) (παράθυρο σοφίτας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We've installed a dormer window in the attic.

παράθυρο εξυπηρέτησης οδηγών

noun (for customers in cars)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπαλκονόπορτα

noun (glazed door)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινό παράθυρο

noun (window at the front of a building)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From the front window, she could see everything going on in the street.

γίνομαι καπνός

verbal expression (figurative (be discarded or wasted) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our vacation plans went out the window when Dad lost his job.

μεγάλο παράθυρο

(large window)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στρογγυλό διακοσμητικό παράθυρο με βιτρό

noun (round decorative window)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανασυρόμενο παράθυρο

noun (window with two sashes)

συρταρωτό παράθυρο

noun (window with sliding pane)

Marcus installed saver windows in his house.

βιτρίνα

noun (storefront display) (καταστήματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράθυρο βιτρό

noun (painted pane)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παράθυρο προστασίας από ακραία καιρικά φαινόμενα

noun (window protection)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταμείο πώλησης εισιτηρίων

noun (kiosk where tickets are sold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στόρι

(shade for a window) (παράθυρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζαρντινιέρα παραθύρου

noun (plants on a window sill)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθαριστικό για τα τζάμια

noun (liquid for cleaning glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθαριστής παραθύρων, καθαρίστρια παραθύρων

noun ([sb] who cleans windows)

κάλυμμα παραθύρου

noun (curtain, drape, blind, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοσμητής βιτρίνας

noun (shop window displays)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This store's window dressers always do a brilliant job at Christmas.

φτιάξιμο βιτρίνας

noun (literal (creation of shop-window displays)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Window dressing isn't as easy as it looks.

φανφάρες

noun (figurative (superficial or showy display)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The report lacks solid information; most of it is mere window dressing.

κάσα παράθυρου

noun (structure surrounding a window pane)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This window's too big for the window frame.

παράθυρο σε κτ

noun (figurative (glimpse into [sth] unfamiliar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περβάζι

noun (outdoors: bottom edge of a window)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I climbed up the outside of the house using window ledges and drainpipes.

ευκαιρία

noun (figurative (limited chance to do [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάνελ παραθύρου

noun (type of window covering) (κάλυμμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σήτα

noun (mesh panel that keeps insects out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέση στο παράθυρο

noun (transport: seat next to window)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like a window seat so people in the aisle don't kick me.

κουρτίνα

noun (curtain, blind) (επιλογή κατά περίπτωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I pull down the window shades to block the street light when I go to bed.

βόλτα στις βιτρίνες

noun (figurative, informal (browsing store displays)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I enjoy window shopping even when I can't afford to buy anything.

λαμπρικέν

noun (decorative fabric window treatment)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τζαμαρία

noun (side of a room that is glass panelled)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαζεύω τις βιτρίνες, κοιτάζω τις βιτρίνες

noun (browse goods without buying)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τζάμι

noun (sheet of glass in window)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The thieves broke a windowpane to get inside the house.

περβάζι

noun (inner ledge of a window)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fiona had put some pot plants along the windowsill where they could catch the sun.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του window στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του window

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.