Τι σημαίνει το visiting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης visiting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του visiting στο Αγγλικά.
Η λέξη visiting στο Αγγλικά σημαίνει επισκέπτης, επισκέπτης, επισκέπτομαι, επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη, επισκέπτομαι, πηγαίνω, διαμονή, επίσκεψη, επίσκεψη, κάνω επίσκεψη, κουβεντιάζω, επισκέπτομαι, επιθεωρώ, προσβάλλομαι, επισκέπτομαι, κάρτα, επισκεπτήριο, ώρες επισκεπτηρίου, επισκέπτης καθηγητής, επισκέπτρια καθηγήτρια, φιλοξενούμενη ομάδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης visiting
επισκέπτηςadjective (not resident, external) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A visiting professor will take the class next week. |
επισκέπτηςnoun (making visits) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Be sure to allow some time for visiting this weekend. |
επισκέπτομαιtransitive verb (go to see [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My parents are coming to visit us. Έρχονται οι γονείς μου να μας επισκεφτούν. |
επισκέπτομαιtransitive verb (go to see [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On our trip, we visited many monuments. Στο ταξίδι μας επισκεφτήκαμε πολλά μνημεία. |
κάνω επίσκεψηintransitive verb (make a visit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My parents are going to visit. Οι γονείς μου θα έρθουν να μου κάνουν επίσκεψη. |
επισκέπτομαιtransitive verb (go to, come to a place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're going to visit the coast. Θα πάμε στην παραλία. |
πηγαίνωtransitive verb (stop at) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to visit the drug store. Πρέπει να πάω στο φαρμακείο. |
διαμονήnoun (stay) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I went to Paris for a two-week visit. |
επίσκεψηnoun (stay as a guest) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My brother dropped in for a few days for a visit. Ο αδερφός μου ήρθε πριν μερικές μέρες για επίσκεψη. |
επίσκεψηnoun (stop) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We spent a lot of time preparing for the CEO's visit to our branch office. Αφιερώσαμε πολύ χρόνο στην προετοιμασία για την επίσκεψη του Διευθύνοντος Συμβούλου στο υποκατάστημά μας. |
κάνω επίσκεψηintransitive verb (keep company briefly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I hope my friend will visit for tea. |
κουβεντιάζωintransitive verb (US (have friendly conversation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They can sit and visit for hours. Μπορούν να κάθονται και να τα λένε με τις ώρες. |
επισκέπτομαιtransitive verb (be a guest in, at) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many celebrities visit this hotel. |
επιθεωρώtransitive verb (inspect officially) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The general visited the soldiers of the 552nd M.P. Company. |
προσβάλλομαιtransitive verb (literary (afflict) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was visited by a mysterious illness. |
επισκέπτομαιtransitive verb (view website) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please visit our website for more information. |
κάρταnoun (dated (personal card left after visit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lady Sylvia was not at her house when Mary went to visit, so Mary left her calling card with the butler. Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της. |
επισκεπτήριο(for presenting when making a visit) (κάρτα με στοιχεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ώρες επισκεπτηρίουplural noun (hospital, prison: period when visits are permitted) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επισκέπτης καθηγητής, επισκέπτρια καθηγήτριαnoun (academia: honorary lecturer) |
φιλοξενούμενη ομάδαnoun (sports team playing away from home ground) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του visiting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του visiting
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.