Τι σημαίνει το wipe στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wipe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wipe στο Αγγλικά.
Η λέξη wipe στο Αγγλικά σημαίνει καθαρίζω, πέρασμα με πανί, υγρομάντηλο, καθαρίζω, σβήνω κτ από κτ, διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ, σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω, σκουπίζω, εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, βρωμιάρης, μωρομάντηλο, υγρό μαντηλάκι, σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύω, σκουπίζω, καθαρίζω με πανί, κάνω μια νέα αρχή, σκουπίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wipe
καθαρίζωtransitive verb (clean) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After dinner, James wiped the table. Μετά το φαγητό ο Τζέιμς καθάρισε το τραπέζι. |
πέρασμα με πανίnoun (one pass with cloth) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A quick wipe of the worktop will get rid of those crumbs. Ένα γρήγορο πέρασμα με ένα πανί στην επιφάνεια εργασίας θα απομακρύνει αυτά τα ψίχουλα. |
υγρομάντηλοnoun (often plural (towelette) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter keeps a packet of wipes in his car, in case he needs to clean his hands. Ο Πίτερ έχει ένα πακέτο υγρά μαντηλάκια στο αυτοκίνητο, σε περίπτωση που χρειαστεί να σκουπίσει τα χέρια του. |
καθαρίζωtransitive verb (erase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher wiped the board. Ο δάσκαλος έσβησε τον πίνακα. |
σβήνω κτ από κτ(erase from) The teacher wiped the vocab list off the board. The trainee wiped several records from the database. Ο δάσκαλος έσβησε τη λίστα με το λεξιλόγιο από τον πίνακα. |
διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ(figurative (forget) (μεταφορικά) Alison tried to wipe the terrible event from her memory. Η Άλισον προσπάθησε να διαγράψει το απαίσιο γεγονός από τη μνήμη της. |
σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφωphrasal verb, transitive, separable (figurative (get rid of, erase) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can't expect to wipe away your past misdeeds as if they were dust on a mirror. |
σκουπίζωphrasal verb, transitive, separable (remove by rubbing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They were able to wipe off the graffiti with a wet sponge. Κατάφεραν να βγάλουν το γκράφιτι με ένα βρεγμένο σφουγγάρι. |
εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύωphrasal verb, transitive, separable (eradicate, eliminate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) With this new weapon we'll be able to wipe out our enemies. Με αυτό το καινούριο όπλο θα μπορέσουμε να αφανίσουμε τους εχθρούς μας. |
καταστρέφωphrasal verb, transitive, separable (figurative, often passive, informal (ruin financially) (οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My great-grandfather was a rich man until the stock market crash of 1929 wiped him out. Ο προπάππος μου ήταν πλούσιος μέχρι που τον κατέστρεψε το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929. |
βρωμιάρηςnoun (vulgar, slang (unpleasant person) (προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μωρομάντηλοnoun (often plural (moist tissue for cleaning a baby) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υγρό μαντηλάκιnoun (often plural (moist tissue) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύωtransitive verb (literal (remove by wiping) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let me wipe away your tears. |
σκουπίζωverbal expression (clean by rubbing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω με πανίverbal expression (clean by rubbing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω μια νέα αρχήverbal expression (figurative (begin afresh) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Let's just wipe the slate clean and forget about past mistakes. |
σκουπίζωtransitive verb (clean up by wiping) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you spill red wine on a carpet and don't wipe it up immediately, you'll never get the stain out. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wipe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wipe
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.