Τι σημαίνει το wind στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wind στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wind στο Αγγλικά.

Η λέξη wind στο Αγγλικά σημαίνει άνεμος, τυλίγω, αέρια, αέρια, αερολογία, ανάσα, ελίσσομαι, κόβω την ανάσα, τυλίγω, κουρδίζω, γυρνάω κτ πίσω, επαναφέρω, χαλαρώνω, περιορίζω σταδιακά κτ, κουρδίζω, τελειώνω, καταλήγω, ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω, προετοιμάζομαι για ρίψη, ρεύμα αέρα, αερίζομαι, παίρνει το αυτί μου κτ, ισχυρός άνεμος, ανατολικός άνεμος, αέρας αλλαγής, θυελλώδης άνεμος, δροσερό αεράκι, ευχάριστο αεράκι, κάτι παίρνει το αυτί μου, ριπή αέρα, ριπή ανέμου, κόντρα άνεμος, δυνατός άνεμος,τρελοαέρας, παγωμένος αέρας, που επίκειται, σαν τον άνεμο, ανάσα, ηλιακός άνεμος, ούριος άνεμος, αληγής άνεμος, δυτικός άνεμος, μπάντα πνευστών, ψύχρα, συντελεστής ψύξης ανέμου, μελωδός, ξεκουρδίζομαι, αιολική ενέργεια, αιολικό πάρκο, πνευστό όργανο, τραχεία, αιολική ενέργεια, αιολικό τριαντάφυλλο, αιολικό τριαντάφυλλο, wind shear, διατμητικός άνεμος, ταχύτητα ανέμου, αεροσήραγγα, ανεμογεννήτρια, καταλήγω να κάνω κτ, είμαι υποχείριο, ανεμοδείκτης, που λειτουργεί με αιολική ενέργεια, ανεμοφράχτης, ανεμοστάτης, αντιανεμικός, ανεμοδείκτης, ανεμοδαρμένος, κουρδιστός, φάρσα, μπελάς, προετοιμασία, συμπέρασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wind

άνεμος

noun (moving air)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The wind is strong around skyscrapers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σηκώθηκε αέρας.

τυλίγω

transitive verb (wrap or twist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I had to wind up the kite string after we had finished playing with it.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κουβάριασε τη μάνικα και την έβαλε σε μια άκρη.

αέρια

noun (UK, informal (gas: flatulence)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My dog keeps letting off wind and it smells terrible.

αέρια

noun (UK, informal (intestinal gas pains)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I've got really bad wind after eating those beans.

αερολογία

noun (figurative (verbiage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That guy is all wind. You don't really believe him?
Αυτά που λέει ο τύπος είναι αέρας κοπανιστός. Δε φαντάζομαι να τον πιστεύεις!

ανάσα

noun (informal (breath)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After getting hit so hard, the football player had the wind knocked out of him.
Μετά το δυνατό χτύπημα, του ποδοσφαιριστή του κόπηκε η ανάσα.

ελίσσομαι

intransitive verb (curve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The road winds up and down the mountain.

κόβω την ανάσα

transitive verb (usu passive (leave breathless) (σε κάποιον άλλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After so much running, the basketball player was winded and gasping for air.
New: Δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος και μου κόπηκε ανάσα.

τυλίγω

transitive verb (entwine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wound the cable tightly and put it in the drawer.

κουρδίζω

transitive verb (set mechanism of: a watch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before watches had batteries, you had to wind them.

γυρνάω κτ πίσω

phrasal verb, transitive, separable (literal (tape, film: rewind)

επαναφέρω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (return to previous state)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (relax) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After work I have a drink to wind down.
Μετά την δουλειά πίνω ένα ποτό για να χαλαρώσω.

περιορίζω σταδιακά κτ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (bring to gradual end)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company is winding down its operations in that part of the world.

κουρδίζω

phrasal verb, transitive, separable (power by turning)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You have to use a special key to wind the clock up.
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις ειδικό κλειδί, για να κουρδίσεις το ρολόι.

τελειώνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (end)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's time for lunch - I wish they'd wind up this boring meeting!
Είναι ώρα για μεσημεριανό. Εύχομαι να τελείωναν με αυτή τη βαρετή σύσκεψη!

καταλήγω

phrasal verb, intransitive (informal (become)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If we don't stop and ask for directions, we're going to wind up completely lost!
Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι.

ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang, figurative (annoy [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't do that; you know it winds me up!
Μην το κάνεις αυτό· ξέρεις ότι με ενοχλεί!

προετοιμάζομαι για ρίψη

phrasal verb, intransitive (baseball: prepare to pitch) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pitcher winds up, then throws the ball.

ρεύμα αέρα

noun (gust)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A blast of wind blew the door shut and I could not get back in the house.

αερίζομαι

verbal expression (pass gas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνει το αυτί μου κτ

verbal expression (informal (hear a rumour of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The employees caught wind of the coming lay-offs, and were very upset.

ισχυρός άνεμος

noun (powerful wind)

ανατολικός άνεμος

noun (wind from the east)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αέρας αλλαγής

noun (positive change) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θυελλώδης άνεμος

noun (wind over 32 mph or 61 km/h)

δροσερό αεράκι, ευχάριστο αεράκι

noun (light breeze)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A gentle wind filled the sails, and the boat slid smoothly from the harbour.

κάτι παίρνει το αυτί μου

transitive verb (informal (hear rumours of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ριπή αέρα, ριπή ανέμου

noun (sudden blast of wind)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The gust of wind caused the newspaper to fly in the air.

κόντρα άνεμος

noun (wind blowing head-on)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a strong head wind and so progress was slow.

δυνατός άνεμος,τρελοαέρας

noun (loud, strong wind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Driving rain and a howling wind turned their trek across the moor into a dangerous nightmare.

παγωμένος αέρας

noun (extremely cold wind)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You will need your scarf, hat and gloves because there is an icy wind blowing out there.

που επίκειται

expression (figurative (expected, imminent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's clear that an election is in the wind.

σαν τον άνεμο

expression (very fast)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάσα

noun (informal, figurative (fresh burst of energy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Now everyone has their second wind, let's get back to work!
Αφού πήραμε όλοι μια ανάσα, ας επιστρέψουμε στη δουλειά!

ηλιακός άνεμος

noun (emanation from the sun's corona)

ούριος άνεμος

noun (wind from behind) (από πίσω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The plane arrived early because there was a tailwind for almost the entire flight.

αληγής άνεμος

noun (often plural (easterly wind in tropics)

We waited for favourable trade winds before setting out to cross the Atlantic.

δυτικός άνεμος

noun (wind blowing towards the east)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The west wind blows across the Atlantic Ocean carrying rain to the British Isles.

μπάντα πνευστών

noun (musical group of wind instruments)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψύχρα

noun (wind's cooling effect)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm not going out again today: the wind chill's terrible out there.

συντελεστής ψύξης ανέμου

noun (amount wind increases cold)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μελωδός

plural noun (mobile that makes a tinkling sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξεκουρδίζομαι

intransitive verb (literal (run out of power)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αιολική ενέργεια

noun (power generated by the wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government should look into renewable sources such as wind energy.

αιολικό πάρκο

noun (facility that generates electricity from wind)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
An increasing amount of our electricity is generated by wind farms.

πνευστό όργανο

noun (musical instrument played with breath)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The world's oldest wind instrument is a flute found in a German cave.

τραχεία

noun (trachea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιολική ενέργεια

noun (energy generated by the wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wind power is a viable alternative to energy from fossil fuels.

αιολικό τριαντάφυλλο

noun (map symbol)

αιολικό τριαντάφυλλο

noun (diagram of wind direction)

wind shear

noun (rate wind velocity changes) (φαινόμενο ανέμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διατμητικός άνεμος

noun (condition dangerous to aircraft)

ταχύτητα ανέμου

noun (how fast the wind is blowing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροσήραγγα

noun (for studying airflow)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανεμογεννήτρια

noun (machine that generates electricity from wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The city is planning to erect around fifteen wind turbines on the site.

καταλήγω να κάνω κτ

verbal expression (informal (eventually have to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If I don't find a job soon, I may wind up begging on the streets.
Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο.

είμαι υποχείριο

verbal expression (US, figurative, informal (be controlled) (κάποιου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ανεμοδείκτης

(meteorology)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που λειτουργεί με αιολική ενέργεια

adjective (using power from turbines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεμοφράχτης, ανεμοστάτης

noun (screen: protects from wind)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We chose a spot on the beach and put up our windbreak.

αντιανεμικός

noun ([sth] that protects from wind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hedge acts as a windbreak.

ανεμοδείκτης

noun (fabric tube used as wind vane)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανεμοδαρμένος

adjective (blown by the wind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dartmoor's windswept landscape is among the most beautiful in Europe.

κουρδιστός

adjective (mechanical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My children loved to play with simple wind-up toys.

φάρσα

noun (UK, slang (practical joke)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't believe this is happening to me. It must be a wind-up!

μπελάς

noun (UK, slang (irritating situation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's a real wind-up when my internet connection keeps cutting out every few minutes.

προετοιμασία

noun (baseball: pitching)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's the wind-up for the pitch ... and it's low and outside for ball two.

συμπέρασμα

noun (informal (conclusion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wind στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wind

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.