Τι σημαίνει το polish στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης polish στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του polish στο Αγγλικά.

Η λέξη polish στο Αγγλικά σημαίνει γυαλιστικό, γυαλίζω, πολωνικός, πολωνέζικος, πολωνικά, πολωνέζικα, οι Πολωνοί, καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ, απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι, τελειοποιώ, βελτιώνω, γυαλιστικό για μπρούτζο, βερνίκι επίπλων, βερνίκι νυχιών, ξεβαφτικό νυχιών, στιλβώνω, λουστράρω, βαφή/βερνίκι παπουτσιών, καλό καθάρισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης polish

γυαλιστικό

noun (substance for polishing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Max applies polish to his shoes.

γυαλίζω

transitive verb (make shine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa is polishing the table.

πολωνικός, πολωνέζικος

adjective (of Poland)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are some very good Polish breads.
Υπάρχουν μερικά πολύ καλά πολωνικά ψωμιά.

πολωνικά, πολωνέζικα

noun (language)

Monica is learning Polish.
Η Μόνικα μαθαίνει πολωνικά.

οι Πολωνοί

plural noun (people of Poland)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Polish celebrate with a feast on 24th December.

καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (eat all of, consume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He polished off the whole cake without offering a slice to anyone else.

απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι

phrasal verb, transitive, separable (slang (dispose of, completely kill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελειοποιώ, βελτιώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (improve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He handed his essay to the teacher for him to polish it up.

γυαλιστικό για μπρούτζο

noun (wax product for shining brass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βερνίκι επίπλων

noun (product: shines wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Modern furniture polishes contain silicon, and should not be used on antique furniture.

βερνίκι νυχιών

noun (cosmetics: lacquer for nails)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My sister has at least ten different colors of nail polish.
Η αδερφή μου έχει βερνίκια νυχιών σε τουλάχιστον δέκα διαφορετικά χρώματα.

ξεβαφτικό νυχιών

noun (solvent for removing nail polish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στιλβώνω, λουστράρω

transitive verb (literal (clean to a shine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to polish my headlights up so they'll look sleek.

βαφή/βερνίκι παπουτσιών

noun (wax for making footwear shiny)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My shoes are dirty and I don't have any shoe polish.

καλό καθάρισμα

noun (informal (grooming)

The young recruit was required to give his uniform a spit and polish daily.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του polish στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του polish

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.