Τι σημαίνει το work up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης work up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του work up στο Αγγλικά.

Η λέξη work up στο Αγγλικά σημαίνει εκνευρίζω, νευριάζω, -, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ενισχύω, αυξάνω, διεγείρω, υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο, εξέταση, μουτζούρα, μουντζούρα, εξασφάλιση του αξιόπλοου, το δουλεύω, συνεχίζω έτσι, ιδρώνω, κτ μου ανοίγει την όρεξη, εκνευρίζομαι, θυμώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης work up

εκνευρίζω, νευριάζω

phrasal verb, transitive, separable (annoy or excite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His speech worked the crowd up into a frenzy. He was worked up because I was five minutes late.
Η ομιλία του εκνεύρισε το πλήθος και τους έφερε σε παραλήρημα. Είχε νευριάσει επειδή άργησα πέντε λεπτά.

-

phrasal verb, transitive, inseparable (produce, generate)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'm so unfit that I work up a sweat just walking down to the corner.
Είμαι τόσο αγύμναστος που ιδρώνω απλά και μόνο όταν περπατήσω μέχρι την γωνία.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan will try to work up a sketch by Friday.
Η Σούζαν θα προσπαθήσει να προετοιμάσει ένα πρόχειρο σχέδιο μέχρι την Παρασκευή.

ενισχύω, αυξάνω, διεγείρω

phrasal verb, transitive, separable (develop [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σκηνή του αποχωρισμού του ζευγαριού προκάλεσε τη συγκίνηση των θεατών.

υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο

phrasal verb, transitive, separable (medicine: do diagnostic procedures) (ιατρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor worked the patient up thoroughly in her attempts to find the source of the problem.
Η γιατρός υπέβαλε την ασθενή σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο, προκειμένου να βρει την αιτία του προβλήματος.

εξέταση

noun (medicine: diagnostic procedures) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The doctor ordered a cardiovascular workup.

μουτζούρα, μουντζούρα

noun (printing: ink smear) (εκτύπωση: μελάνι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξασφάλιση του αξιόπλοου

noun (ship: making seaworthy) (ναυτιλία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The ship will remain in dock until the workup has been completed.

το δουλεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (gather courage) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm still working up to asking her out on a date.

συνεχίζω έτσι

verbal expression (expressing approval) (επιδοκιμασίας)

My teacher told me to keep up the good work after I scored 100% in the exam.

ιδρώνω

verbal expression (perspire from activity)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κτ μου ανοίγει την όρεξη

verbal expression (get hungry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκνευρίζομαι, θυμώνω

verbal expression (become overwrought)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του work up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του work up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.