Τι σημαίνει το worn στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης worn στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worn στο Αγγλικά.

Η λέξη worn στο Αγγλικά σημαίνει φθαρμένος, διαβρωμένος, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φθορά, φθορά, χρήση, ζωή, ανθεκτικότητα, ξεθωριάζω, φοριέμαι, -, κουβαλάω, κουβαλώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, -, παίρνω, φτιάχνω, εξαντλώ, φθείρω, φθείρω, χαλασμένος, φθαρμένος, πολυκαιρισμένος, υπέρχρησιμοποιημένος, που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια, πολυφορεμένος, πολυφορεμένος, διαβρωμένος, εξασθενημένος, φθαρμένος, χαλασμένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος, διαβρωμένος, ταλαιπωρημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης worn

φθαρμένος

adjective (clothing: showing signs of use)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You can't go out in that old thing - look how worn it is!
Δε γίνεται να βγεις έξω με αυτό το παλιόρουχο! Κοίτα πόσο φθαρμένο είναι!

διαβρωμένος

adjective (rock: eroded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The worn rock takes on unusual shapes after centuries.
Οι διαβρωμένοι βράχοι αποκτούν ασυνήθιστα σχήματα με το πέρασμα των αιώνων.

φοράω, φορώ

transitive verb (clothing: have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Everybody wears jeans these days.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

φοράω, φορώ

transitive verb (clothing: put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What should I wear today?
Τι να βάλω σήμερα;

φοράω, φορώ

transitive verb (accessories: have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The husband and wife wear rings.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

φθορά

noun (damage due to use) (σταδιακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The car's tyres must be changed, due to wear.
Τα λάστιχα του αυτοκινήτου πρέπει να αλλαχτούν λόγω φθοράς.

φθορά

noun (use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The felt on this billiard table receives constant wear.

χρήση

noun (act, state of being worn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This dress is suitable for winter wear.

ζωή

noun (clothing: use) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is plenty of wear left in this winter coat.
Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα.

ανθεκτικότητα

noun (durability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These tyres are excellent quality and still have a lot of wear in them.

ξεθωριάζω

intransitive verb (be reduced gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The finish will wear in the salt air and sunlight.

φοριέμαι

intransitive verb (retain a characteristic)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This coat wears well in all weather conditions.
Αυτό το παλτό φοριέται σε όλες τις καιρικές συνθήκες.

-

intransitive verb (change through use) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The teacher's patience was wearing thin.
Η υπομονή του δασκάλου άρχισε να εξαντλείται.

κουβαλάω, κουβαλώ

transitive verb (carry on the body)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students all wear backpacks.

φοράω, φορώ

transitive verb (shoes: put on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Which shoes should I wear?

φοράω, φορώ

transitive verb (clothing: habitually have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda wears black most days.

φοράω, φορώ

transitive verb (makeup: have on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That girl is too young to wear makeup.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν.

-

transitive verb (figurative (smile, expression: show) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They left the cinema wearing a smile.
Έφυγαν από το σινεμά με ένα χαμόγελο στα χείλη.

παίρνω

transitive verb (figurative (manner: assume)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He wears a smug look when he wins.
Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.

φτιάχνω

transitive verb (hair, fingernails: style)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I like how you wear your hair.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σου πάει πολύ ο τρόπος που έβαψες τα νύχια σου.

εξαντλώ

transitive verb (figurative (tire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please stop talking - you are wearing my patience.

φθείρω

transitive verb (damage by rubbing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The traffic on that floor will wear the polish.

φθείρω

transitive verb (diminish by rubbing or washing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Constant walking has worn the soles of these shoes.

χαλασμένος

adjective (showing signs of use)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It's time to throw out that old and worn pair of shoes.

φθαρμένος, πολυκαιρισμένος

adjective (damaged over the years)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υπέρχρησιμοποιημένος

adjective (figurative (overused)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που τον έχουν κουράσει τα ταξίδια

adjective (tired from travel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολυφορεμένος

adjective (scuffed or torn from frequent use)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The children's clothes were all well worn: some were even in tatters.

πολυφορεμένος

adjective (figurative (expression: clichéd, overused) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διαβρωμένος

adjective (eroded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξασθενημένος

adjective (become thin or weak)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The old man's worn away body roused Oliver's pity.

φθαρμένος, χαλασμένος

adjective ([sth]: no longer usable)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This sheet's so worn out there's a hole in the middle.
Αυτό το σεντόνι είναι τόσο φθαρμένο που έχει μια τρύπα στη μέση.

κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος

adjective (person: exhausted)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
We've been walking for miles; I'm too worn out to go any further. Joe was completely worn out after a long day at work.
Περπατάμε μίλια· είμαι πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. Ο Τζόι ήταν εξουθενωμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά.

διαβρωμένος

adjective (eroded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jeremy gazed at the worn-down rock of the cliffs along the beach.

ταλαιπωρημένος

adjective (figurative (exhausted, reduced to submission)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A worn-down old woman asked me for money.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worn στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του worn

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.