Τι σημαίνει το worried στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης worried στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worried στο Αγγλικά.

Η λέξη worried στο Αγγλικά σημαίνει ανήσυχος, ανησυχώ για κτ, ανησυχώ, ανησυχώ για κτ/κπ, ανησυχώ, άγχος, έννοια, έγνοια, ενοχλώ, που έχει τρελαθεί από την αγωνία του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης worried

ανήσυχος

adjective (anxious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The worried mother called the police to report her son missing.
Η ανήσυχη μητέρα τηλεφώνησε στην αστυνομία για να καταγγείλει την εξαφάνιση του γιου της.

ανησυχώ για κτ

verbal expression (be anxious about)

I was worried about my exam results, but I did well.

ανησυχώ

intransitive verb (feel uneasy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I know he is eighteen, but I still worry when he goes out alone. We are safe, so please don't worry.
Ξέρω ότι είναι δεκαοχτώ, αλλά ακόμα ανησυχώ όταν βγαίνει μόνος του. Είμαστε ασφαλής, μην ανησυχείς σε παρακαλώ.

ανησυχώ για κτ/κπ

(be concerned or anxious about)

We're worried about your performance. I am worrying about increased unemployment in the country.
Ανησυχούμε για την απόδοση σου. Ανησυχώ για την αύξηση της ανεργίας στη χώρα.

ανησυχώ

transitive verb (trouble, bother)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't want to worry you, but he is failing the class.
Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά δεν θα περάσει το μάθημα.

άγχος

noun (uncountable (anxiety)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Too much worry will cause stomach problems.
Το υπερβολικό άγχος προκαλεί στομαχικά προβλήματα.

έννοια, έγνοια

noun (concern, preoccupation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That is not my worry. I have a lot of worries.
Αυτό δε με αφορά.

ενοχλώ

transitive verb (UK (harass) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have told him to leave me alone, but he is still worrying me with phone calls.

που έχει τρελαθεί από την αγωνία του

adjective (informal (extremely anxious about [sb] or [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Where have you been? You're two hours late - I've been worried sick!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worried στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του worried

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.