Τι σημαίνει το worse στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης worse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worse στο Αγγλικά.

Η λέξη worse στο Αγγλικά σημαίνει χειρότερα, χειρότερος, χειρότερα από κτ/κπ, χειρότερα από κτ/κπ, χειρότερα από κτ/κπ, χειρότερα, κακός, κακός, επιβλαβής, βλαβερός, κακός, κακός, λανθασμένος, κακός, άσχημος, κακός, ελαττωματικός, κακός, κακός, άσχημος, δυνατός, έντονος, κακός, ανεπαρκής, κακός, αδέξιος, ανίκανος, είμαι κακός σε κτ, άρρωστος, χαλασμένος, κακός, άσχημος, κακός, κακός, άσχημος, ενοχλητικός, κακός, χυδαίος, πλαστός, ψεύτικος, φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός, κακός, ατιμωτικός, σοβαρά, άσχημα, κακός, άσχημος, κακός, άσχημα, κακά, άσχημα, κακά, άσχημα, τόσο πολύ, πάρα πολύ, άσχημα, άσχημα, άσχημα, άρρωστος, αρνητικός, μόλις που, ίσα που, άσχημα, κακός, αρνητικός, κακός, δεν, δε, άσχημα, συμφορά, δεινά, χειρότερος και από θάνατο, βιασμός, για καλό και για κακό, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, πάω από το κακό στο χειρότερο, χειροτερεύω, χειροτερεύω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, δυστυχώς, σε χειρότερη μοίρα, σε χειρότερη μοίρα, ακόμη χειρότερα, ακόμη χειρότερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης worse

χειρότερα

adverb (comparative: badly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Look what a mess I've made of it; you can't possibly do worse!

χειρότερος

adjective (comparative: bad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yesterday's food was bad, but today's is worse.
Το χτεσινό φαγητό ήταν άσχημο, αλλά το σημερινό είναι χειρότερο.

χειρότερα από κτ/κπ

(not as well as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can't possibly sing worse than me.

χειρότερα από κτ/κπ

(more onerous in comparison)

This project is worse than the last one.

χειρότερα από κτ/κπ

(more unskillful in comparison)

That player is worse than me.

χειρότερα

noun ([sth] more unpleasant)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Things were bad, but he had survived worse.
Τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά έχουμε περάσει και χειρότερα.

κακός

adjective (poor quality) (κακής ποιότητας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The television reception was bad.
Το σήμα της τηλεόρασης ήταν κακό.

κακός, επιβλαβής, βλαβερός

adjective (harmful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Smoking is bad for you.
Το κάπνισμα είναι βλαβερό για σένα.

κακός

adjective (evil, wicked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In films, the bad guy usually loses.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μάγισσα του παραμυθιού ήταν μια κακιά γυναίκα.

κακός, λανθασμένος

adjective (incorrect, inadequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your pronunciation is bad - you need to practice.
Η προφορά σου είναι κακή. Πρέπει να εξασκηθείς.

κακός

adjective (unfavorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The critic wrote a bad review of the performance.
Ο κριτικός έγραψε μια κακή κριτική για την παράσταση.

άσχημος, κακός

adjective (upsetting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm afraid I have some bad news for you.
Φοβάμαι ότι σου έχω άσχημα (or: κακά) νέα.

ελαττωματικός, κακός

adjective (defective)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The faulty one was part of a bad batch.
Το ελαττωματικό αντικείμενο ήταν μέρος μιας κακής παρτίδας.

κακός

adjective (badly behaved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My uncle is so bad - always making rude jokes! He was a bad child, and was always misbehaving.
Ο θείος μου είναι κακός - λέει πάντοτε χυδαία ανέκδοτα!

άσχημος, δυνατός, έντονος

adjective (severe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Take these painkillers if the pain becomes too bad.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

κακός, ανεπαρκής

adjective (inadequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His eyes got worse as he regularly read in bad lighting.
Η όρασή του χειροτέρεψε αφού διάβαζε συχνά με κακό φωτισμό.

κακός, αδέξιος, ανίκανος

adjective (unskilled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was a bad workman, and whatever he mended soon broke again.
Ήταν ανίκανος εργάτης και οτιδήποτε επιδιόρθωνε ξαναχαλούσε σύντομα.

είμαι κακός σε κτ

verbal expression (unskilled at [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Why is Britain so bad at tennis?
Γιατί είναι τόσο κακή στο τένις η Βρετανία;

άρρωστος

adjective (informal (diseased)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has a bad heart.

χαλασμένος

adjective (informal (rotten)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I think these apples are bad. They have been there for a month.

κακός, άσχημος

adjective (acrimonious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was bad feeling between them.

κακός

adjective (weather: inclement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The west coast is renowned for its bad weather.

κακός, άσχημος, ενοχλητικός

adjective (offensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a bad smell from the bin.

κακός

adjective (blemished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She had smallpox as a child and has a bad complexion because of it.

χυδαίος

adjective (language: obscene)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The comic's routine was full of bad language.

πλαστός, ψεύτικος

adjective (counterfeit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
US: He had been paid with a bad check.

φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός

adjective (slang, dated (excellent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oh man, that is so bad! I really like it!

κακός, ατιμωτικός

adjective (dishonorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was sacked and given a bad reference.

σοβαρά, άσχημα

adverb (informal (badly: severely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's in love and he's got it bad.

κακός, άσχημος

noun (that which is bad)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
We must take the bad with the good.
Πρέπει να δεχόμαστε τα στραβά μαζί με τα καλά.

κακός

plural noun (evil people)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Hell is reserved for the truly bad.

άσχημα, κακά

adverb (unfavourably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm sorry things have turned out badly for you.
Λυπάμαι που τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα για σένα.

άσχημα, κακά

adverb (without skill, poorly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I play the piano very badly.
Παίζω πιάνο πολύ άσχημα.

άσχημα

adverb (severely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Two passengers were badly hurt in the crash.
Οι δυο επιβάτες χτύπησαν άσχημα στο δυστύχημα.

τόσο πολύ, πάρα πολύ

adverb (very much)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I want so badly to see you again!
Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά!

άσχημα

adverb (in naughty way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The children behave badly when they're overtired.
Τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα όταν είναι κατάκοπα.

άσχημα

adverb (in a cruel way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The inmates at the Thai prison were treated badly.
Τους κρατούμενους στην Ταϋλανδέζικη φυλακή τους συμπεριφέρονταν άσχημα.

άσχημα

adverb (informal (bad: with regret)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ray felt badly about the accident he had caused.

άρρωστος

adjective (person: sick)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan was so ill that he needed to go to the hospital.
Ο Νταν ήταν τόσο άρρωστος που χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο.

αρνητικός

adjective (effects: harmful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The medication has a label on it that warns of ill effects.
Το φάρμακο έχει μια ετικέτα που προειδοποιεί για τις αρνητικές επιδράσεις του.

μόλις που, ίσα που

adverb (with difficulty, barely)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
After the market crash the business could ill afford bad publicity.
Μετά το κραχ της αγοράς η επιχείρηση δύσκολα μπορούσε να αντέξει την αρνητική δημοσιότητα.

άσχημα

adverb (rudely, unkindly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sean tended to speak ill of his neighbors.
Ο Σον είχε την τάση να μιλάει άσχημα για τους γείτονές του.

κακός, αρνητικός

adjective (evil, inauspicious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weird hail storm in the middle of summer was interpreted as an ill omen by the superstitious townspeople.

κακός

adjective (bad, poor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The city had an ill reputation, but it was actually very nice.

δεν, δε

adverb (not)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Karen ill deserves such a promotion.

άσχημα

adverb (badly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The old man always wore ill fitting clothes. We were ill informed by the insurance company.

συμφορά

noun (literary (misfortune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He wished every ill upon his enemy.

δεινά

plural noun (figurative (widespread problem)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The young people hope to bring an end to the ills of hunger and poverty.

χειρότερος και από θάνατο

noun (figurative (terrible misfortune) (μοίρα, κατάσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιασμός

noun (euphemism, obsolete (loss of virginity) (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

για καλό και για κακό

adverb (whatever the consequences)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will be your wife for better or for worse.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

(deteriorate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The weather gradually got worse over the course of the day.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας o καιρός βαθμιαία επιδεινώθηκε.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

(illness: become more severe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The patient's condition is getting worse.
Η κατάσταση του ασθενή πάει απ' το κακό στο χειρότερο.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

verbal expression (continue to deteriorate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If we keep using fossil fuels, global warming will get worse and worse.

πάω από το κακό στο χειρότερο

verbal expression (informal (worsen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since I bought that self-help book my life's gone from bad to worse.

χειροτερεύω

(deteriorate, worsen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your cough will grow worse if you don't give up smoking.

χειροτερεύω, επιδεινώνω

(aggravate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I told him that scratching at the rash would only make it worse.
Του είπα ότι αν ξύσει το εξάνθημα θα το χειροτερέψει.

χειροτερεύω

verbal expression (deteriorate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His condition remained stable for three days, then suddenly he took a turn for the worse.

δυστυχώς

interjection (informal (unfortunately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε χειρότερη μοίρα

adjective (informal (poorer)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Most people are worse off now than they were before the stock market crashed.

σε χειρότερη μοίρα

adjective (informal (less fortunate)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Those people are no worse off than we are.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι σε χειρότερη μοίρα από εμάς.

ακόμη χειρότερα

adverb (even more unfortunately)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ακόμη χειρότερος

adjective (even more unfortunate)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του worse

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.