Τι σημαίνει το worker στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης worker στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του worker στο Αγγλικά.

Η λέξη worker στο Αγγλικά σημαίνει εργαζόμενος, υπάλληλος, εργάτης, εργάτρια, εργάτρια, εργάτης, εθελοντής, εργαζόμενος στην αυτοκινητοβιομηχανία, χειρώνακτας, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικός λειτουργός, υπάλληλος, συνεργάτης, συνεργάτιδα, οικοδόμος, χτίστης, συμβασιούχος υπάλληλος, συμβασιούχος υπάλληλος, συνάδελφος, εργάτης, συνάδελφος, αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη, υπάλληλος πλήρους απασχόλησης, αλλοδαπός εργαζόμενος, δουλευταράς, απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη, υπάλληλος πλυντηρίου, βυρσοδέψης, μεταλλουργός, οικονομικός μετανάστης, διακινούμενος εργαζόμενος, υπάλληλος γραφείου, εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου, υπάλληλος μερικής απασχόλησης, εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής, σιδηροδρομικός υπάλληλος, εργαζόμενος σε σωστικό συνεργείο, ερευνητής, εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας, υπάλληλος καθαριότητας, υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων, εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικός λειτουργός, υπάλληλος γραφείου, συνεργατικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης worker

εργαζόμενος, υπάλληλος

noun (person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The company values its workers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύει ως εργάτρια σε εργοστάσιο τροφίμων.

εργάτης, εργάτρια

noun (labourer) (χειρωνακτική εργασία)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The workers went on strike for more money.

εργάτρια

noun (bee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In a beehive it is the workers that collect nectar.

εργάτης

noun (ant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Workers collect food for the ant colony.

εθελοντής

noun (person who works for charity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Their government sends a lot of aid workers to foreign countries following natural disasters.

εργαζόμενος στην αυτοκινητοβιομηχανία

noun (employee of car manufacturer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The unions have secured high wages and generous benefits for US autoworkers.

χειρώνακτας

noun (manual labourer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Western Pennsylvania has many blue-collar workers such as steel workers and coal miners.

κοινωνικός λειτουργός

noun ([sb] employed in social services)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's always been an excellent care worker.

κοινωνικός λειτουργός

noun (arranger of social services)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The case worker interviewed the family to see what help they needed.

υπάλληλος

noun (administrative assistant, clerk)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

συνεργάτης, συνεργάτιδα

noun (colleague)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Sally and a co-worker were discussing a problem at the office water cooler.

οικοδόμος, χτίστης

noun (builder)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The construction workers on this site all wear hard hats for protection.

συμβασιούχος υπάλληλος

noun (non-regular employee)

συμβασιούχος υπάλληλος

noun ([sb] working for a third party)

συνάδελφος

noun (colleague)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Karen and Betsy are not only coworkers, but also friends.

εργάτης

noun (manufacturing labourer) (εργοστασίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The factory workers at the plant went on strike for better wages.

συνάδελφος

noun ([sb] in same industry or company)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη

noun ([sb] employed abroad)

υπάλληλος πλήρους απασχόλησης

noun ([sb] employed on a full-time basis)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αλλοδαπός εργαζόμενος

noun (person working in foreign country)

Mika went to Australia for three months as a guest worker.

δουλευταράς

noun ([sb] who works diligently)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie is a hard worker who does everything that's asked of her.

απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη

noun ([sb] providing vital goods or services)

υπάλληλος πλυντηρίου

noun ([sb] who washes clothes for a living)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The laundry workers have ruined all my best bed linen.

βυρσοδέψης

noun (tanner: [sb] who tans animal skins)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταλλουργός

noun ([sb] who forges or shapes metal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I hired a metalworker to restore the antique iron trellis in my garden.

οικονομικός μετανάστης

noun ([sb] who finds work in a foreign country)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Unscrupulous employers sometimes take advantage of migrant workers.

διακινούμενος εργαζόμενος

noun (US ([sb] who moves frequently to do seasonal work)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Every summer thousands of migrant workers go north to find work harvesting crops.

υπάλληλος γραφείου

noun (employee in an office)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Office workers in the city were particularly affected by the power cuts.

εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου

noun (worker who serves community)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υπάλληλος μερικής απασχόλησης

noun (employee: not full time)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many mothers are part-time workers: they can't work full-time because of their children.
Πολλές μητέρες είναι υπάλληλοι μερικής απασχόλησης: δεν μπορούν να δουλέψουν πλήρες ωράριο λόγω των παιδιών τους.

εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής

noun (machine operator)

σιδηροδρομικός υπάλληλος

noun (UK (railroad employee)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργαζόμενος σε σωστικό συνεργείο

noun ([sb] helping victims of a disaster, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερευνητής

noun (investigative scientist) (επιστημονικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργάτης οδοποιίας, εργάτρια οδοποιίας

noun (person employed to do roadworks)

υπάλληλος καθαριότητας

noun (person that disposes of garbage)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων

noun ([sb] employed in waste treatment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες

noun (atypical work schedule)

κοινωνικός λειτουργός

noun ([sb] who assists local community)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Social workers visit families if there are suspicions that the children are at risk.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο.

κοινωνικός λειτουργός

noun ([sb] who does social or community work)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some welfare workers visit elderly people who live by themselves.

υπάλληλος γραφείου

noun (office employee, clerical worker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Labor Party seeks to represent both white-collar and blue-collar workers.

συνεργατικός

adjective (business: owned by employees) (εταιρεία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του worker στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του worker

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.