Τι σημαίνει το yes στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης yes στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του yes στο Αγγλικά.

Η λέξη yes στο Αγγλικά σημαίνει ναι, ναι, σωστά, εμπρός, ναι, ναι, συμφωνώ, συμφωνώ με κπ, επιβεβαιώνω, απαντώ καταφατικά, όπως και δήποτε, όπως + δήποτε, α, ναι!, ω, ναι!, α, ναι!, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, λέω «ναι», δέχομαι, λέω «ναι», επιβεβαιώνω, Μάλιστα!, Ναι, μπορούμε!, οσφυοκάμπτης, ερώτηση που απαντάται μονολεκτικά με ναι ή όχι, Ναι, παρακαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης yes

ναι

interjection (showing acceptance, agreement, etc.) (κατάφαση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Will you marry me? Yes!
Θα με παντρευτείς; Ναι!

ναι

interjection (affirmative reply to negation)

"Surely you're not going to wear that in public?" "Yes, I am!"
«Αυτό δεν θα το φορέσεις έξω, ε;» «Ναι!»

σωστά

interjection (used to seek confirmation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You're the child's mother, yes?
Είσαι η μητέρα του παιδιού, ε;

εμπρός

interjection (answering door, etc.)

Yes, who is it?
Εμπρός, ποιος είναι;

ναι

interjection (scream of joy)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Yes! We scored!
Ναι! Σκοράραμε!

ναι

noun (affirmative reply)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He gave a firm 'yes' to the question.
Απάντησε στην ερώτηση με ένα εμφατικό «ναι».

συμφωνώ

intransitive verb (say yes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was only half-listening to my mother on the phone; I just tried to yes and no in all the right places.

συμφωνώ με κπ

transitive verb (agree with [sb])

Geoff's assistant yesses him and offers no ideas of his own.

επιβεβαιώνω

verbal expression (confirm [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The defendant answered yes to the judge's questions about his identity.

απαντώ καταφατικά

verbal expression (give your consent)

The patient answered "yes" when asked if he agreed to the procedure being carried out.

όπως και δήποτε, όπως + δήποτε

interjection (slang (Emphatically yes) (αργκό, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

α, ναι!

interjection (expressing sudden recall)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh yes! Now I remember who you're talking about.

ω, ναι!, α, ναι!

interjection (expressing confirmation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh yes! That will do nicely! Do I love chocolate? Oh yes, I certainly do!

δέχομαι, αποδέχομαι

verbal expression (consent, agree)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δέχομαι, αποδέχομαι

verbal expression (consent to [sth]) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω «ναι»

verbal expression (give [sb] consent) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss wouldn't let Wendy do that project, but when I asked, he said yes to me.
Ο εργοδότης δεν άφησε τη Γουέντι να ασχοληθεί με εκείνο το πρότζεκτ, αλλά όταν το ζήτησα εγώ, αυτός έδωσε την έγκρισή του.

δέχομαι

verbal expression (accept an invitation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't really want to go but I said yes just to keep her happy.

λέω «ναι»

verbal expression (accept [sb]'s invitation) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβεβαιώνω

verbal expression (confirm [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I asked the teacher if my answer was right and she said yes.
Ρώτησα τη δασκάλα εάν η απάντησή μου ήταν σωστή, κι αυτή το επιβεβαίωσε.

Μάλιστα!

interjection (agree to superior's orders)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ναι, μπορούμε!

interjection (US (Obama's presidential campaign slogan)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

οσφυοκάμπτης

noun (informal (person who always agrees with superiors)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ερώτηση που απαντάται μονολεκτικά με ναι ή όχι

noun (only two possible answers)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ναι, παρακαλώ

interjection (expressing polite acceptance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του yes στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του yes

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.