Τι σημαίνει το afraid στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης afraid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του afraid στο Αγγλικά.

Η λέξη afraid στο Αγγλικά σημαίνει φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι το σκοτάδι, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, αυτό φοβάμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης afraid

φοβάμαι

adjective (scared)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You're trembling! Are you afraid?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το παιδί ήταν τόσο τρομαγμένο που δε σταμάτησε λεπτό να κλαίει.

φοβάμαι

adjective (scared of [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I was younger I was afraid of spiders.
Όταν ήμουν μικρότερος, με τρόμαζαν οι αράχνες.

φοβάμαι να κάνω κτ

adjective (scared to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joanne is afraid of trying new things in case she fails.
Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει.

φοβάμαι

adjective (worried about possibility) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm afraid my money might run out before the end of the trip.
Φοβάμαι ότι μπορεί να ξεμείνω από χρήματα πριν από το τέλος του ταξιδιού.

φοβάμαι

adjective (worried about [sth] happening) (ότι/πως, μήπως/μη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sam was afraid of losing his job.
Ο Σαμ φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά του.

φοβάμαι να κάνω κτ

adjective (hesitant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid to jump from the bridge into the river.
Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα.

φοβάμαι το σκοτάδι

adjective (scared of darkness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She kept a nightlight on because she was afraid of the dark.

φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι

expression (regretfully)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm afraid I didn't do a very good job yesterday. I'm afraid I must go now.

αυτό φοβάμαι

interjection (yes, regretfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Do I really have to take the test?" "I'm afraid so. It's compulsory."

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του afraid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του afraid

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.