Τι σημαίνει το again στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης again στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του again στο Αγγλικά.

Η λέξη again στο Αγγλικά σημαίνει πάλι, ξανά, ξανά, πάλι, άλλος, θύμισέ μου, σε αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα, ξαναξεκινάω, ξανά και ξανά, πάλι από την αρχή, από την αρχή, ρωτώ ξανά, ξαναρωτώ, αναγεννημένος Χριστιανός, ξανά-γεννημένος Χριστιανός, νιώθω ανακουφισμένος, πως είπατε;, ποτέ ξανά, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, Άντε πάλι!, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, Ποτέ ξανά!, όχι πάλι, μερικές φορές, που και που, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά, άλλη μία φορά, επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά, επανασυσκευάζω, ξανά-παίζω, ξανά-παίζω, δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω, ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια, τα λέμε, επανεκκινώ, επανενεργοποιώ, από την άλλη, από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως, ξανασκέφτομαι, φέρνω ισοπαλία, ξανά και ξανά, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, εις το επανιδείν, μέχρι να τα ξαναπούμε, ξανά, πάλι, Αυτό ξαναπέστο!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης again

πάλι, ξανά

adverb (another time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That was fun! Let's do it again. Oh dear! I've done it again.
Πλάκα είχε αυτό! Ας το ξανακάνουμε. Ωχ, όχι! Το ξαναέκανα.

ξανά, πάλι

adverb (used in compound verbs (returning, back)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She often runs away, but always comes home again.
Φεύγει συχνά από το σπίτι, αλλά πάντοτε επιστρέφει πάλι (or: ξανά).

άλλος

adverb (in the same amount)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I'd like that much again, please.
Θα ήθελα άλλο τόσο, παρακαλώ.

θύμισέ μου

adverb (informal (remind me)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What's your boyfriend's name, again?
Πώς είπαμε ότι λένε το αγόρι σου;

σε αντάλλαγμα, ως αντάλλαγμα

adverb (literary (in return) (για κυριολεκτική ή μεταφορική δοσοληψία)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Love, and you shall be loved again.
Αγάπα, και θα αγαπηθείς και εσύ.

ξαναξεκινάω

(recommence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After ten minutes, the motor started up again.

ξανά και ξανά

adverb (repeatedly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
When you practice you must do the same thing again and again.

πάλι από την αρχή, από την αρχή

adverb (once more, from the beginning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Oh no! I forgot the cake was in the oven and now it's burnt; I'll have to do it over again.

ρωτώ ξανά, ξαναρωτώ

(ask once more)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you really think that if you ask again I'll say yes?

αναγεννημένος Χριστιανός

noun (person: evangelical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sister is a born-again Christian at the Alliance Church in our town.

ξανά-γεννημένος Χριστιανός

noun (person: converted)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sarah is a born-again Christian since she joined the Pentecostal church.

νιώθω ανακουφισμένος

(figurative (feel relieved) (μεταφορικά)

Now that I'm sure he's in jail for a long time, I can breathe again.

πως είπατε;

interjection (slang (what did you say?)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Come again? I didn't hear what you said.

ποτέ ξανά

adverb (at any point in the future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sure he won't dare do such a thing ever again.

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I love a take-away curry every now and again.

Άντε πάλι!

expression (informal (expressing exasperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Mike started telling football stories, his wife said, "Here we go again."

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

expression (US, acronym (Make America Great Again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

noun (US (Republican campaign slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ποτέ ξανά!

interjection (vow against [sth] being repeated)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

όχι πάλι

interjection (expressing exasperation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not again! I told you tomato sauce is hard to remove from white shirts!

μερικές φορές, που και που

adverb (occasionally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Now and again I forget who I'm talking to and call him by his first name.

άλλη μια φορά

adverb (one more time, as an encore)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Everyone clapped and the band came back to play once again.
Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει.

άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά

adverb (yet again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He has failed the exam once again. Once again, my son forgot to make his bed.
Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του.

άλλη μία φορά

expression (US (repeatedly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά

adverb (repeatedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My kid keeps singing "Yellow Submarine" over and over again, and it is starting to drive me crazy! The police asked me the same question over and over again.

επανασυσκευάζω

transitive verb (return [sth] to container)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανά-παίζω

transitive verb (live music: perform again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My wife really likes that tune, so I'm going to ask the band to play it again before we leave.

ξανά-παίζω

transitive verb (recorded music: put on again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Even though the CD is really old, the kids want to play it again and again.

δαιβάζω ξανά, ξανά-διαβάζω

transitive verb (re-read)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια

intransitive verb (throw dice once more)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In Acey-Deucy Backgammon, when a player rolls doubles, he can make his move, then roll again.

τα λέμε

interjection (informal (goodbye until we meet again)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I have to go now - see you again soon!

επανεκκινώ, επανενεργοποιώ

verbal expression (machine: reactivate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

από την άλλη

conjunction (colloquial (on the other hand, however)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I'll go to the party tonight. Then again, I might not.

από την άλλη πλευρά, από την άλλη όμως

expression (on second thoughts, however)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξανασκέφτομαι

(reconsider [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω ισοπαλία

(sport: score another draw)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξανά και ξανά

adverb (repeatedly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι

verbal expression (make another attempt at [sth])

If you don't get it right the first time, then you should try again.

εις το επανιδείν

interjection (goodbye for now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι να τα ξαναπούμε

expression (for now, until our next meeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please take care of my sister until we meet again.

ξανά, πάλι

adverb (once more, another time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I cannot believe that you arrived late yet again! He came, yet again, with more futile arguments.
Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα.

Αυτό ξαναπέστο!

interjection (slang (yes: emphatically) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
“This new gadget's just brilliant.” “You can say that again!”

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του again στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του again

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.