Τι σημαίνει το aid στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aid στο Αγγλικά.

Η λέξη aid στο Αγγλικά σημαίνει βοήθεια, φροντίδα, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, είμαι συνένοχος, εθελοντής, τσιρότο, κουκούλωμα, προστρέχω σε βοήθεια, τρέχω να βοηθήσω κπ, οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση, πρώτες βοήθειες, πρώτων βοηθειών, κουτί πρώτων βοηθειών, συνδρομή ξένων δυνάμεων, βοηθάω, ακουστικό βαρηκοΐας, που ειδικεύεται στα ακουστικά για βαρύκοους, υπέρ, υπέρ, νομική βοήθεια, ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας, ασφάλεια υγείας, ιατρική βοήθεια, που βοηθάει να θυμηθώ, αλληλοβοήθεια, κυβερνητική υποστήριξη, βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό, οπτικό βοήθημα, βοήθημα όρασης, με τη βοήθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aid

βοήθεια

noun (help)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When she was sick, Linda asked her neighbors for aid.
Όταν η Λίντα ήταν άρρωστη, ζήτησε βοήθεια από τους γείτονές της.

φροντίδα

noun (medical assistance or treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When the patient collapsed, the nurse rushed to his aid.
Όταν κατέρρευσε ο ασθενής η νοσηλεύτρια έτρεξε να του προσφέρει βοήθεια.

βοηθάω, βοηθώ

transitive verb (help)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's important to aid friends when they are in need.
Είναι σημαντικό να βοηθάμε τους φίλους μας όταν το έχουν ανάγκη.

βοηθάω, βοηθώ

verbal expression (help) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rosa aided her brother in starting his business. Her parents' financial contribution aided Joy in buying the house.
Η Ρόζα βοήθησε τον αδερφό της να στήσει την επιχείρησή του.

είμαι συνένοχος

verbal expression (be accomplice)

This type of crime will no longer be tolerated and those who aid and abet the perpetrators will face the full force of the law.

εθελοντής

noun (person who works for charity)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Their government sends a lot of aid workers to foreign countries following natural disasters.

τσιρότο

noun (® (brand of sticking plaster)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουκούλωμα

noun (figurative (superficial solution) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This solution is just a band-aid; it will do nothing to solve the real problem.

προστρέχω σε βοήθεια

verbal expression (offer to help)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The paramedics will come to the aid of anyone who is injured. The Red Cross came to the aid of thousands of injured and homeless after the earthquake.
Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό.

τρέχω να βοηθήσω κπ

verbal expression (offer to help)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση

noun (monetary support)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The college's Financial Aid Office deals not only with need-based grants, but also merit-based scholarships.

πρώτες βοήθειες

noun (emergency medical help) (μόνο πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All of our pool attendants are trained in first aid.
Όλοι οι υπάλληλοι της πισίνας έχουν εκπαιδευτεί στις πρώτες βοήθειες.

πρώτων βοηθειών

noun as adjective (relating to emergency medical help)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The Red Cross teaches a first-aid course that is highly regarded. It's a good idea to take a first aid kit with you when you go camping.
Το μάθημα πρώτων βοηθειών που διδάσκεται στον Ερυθρό Σταυρό είναι εξαιρετικό. Είναι καλό να πάρεις ένα κουτί πρώτων βοηθειών μαζί σου όταν κάνεις κάμπινγκ.

κουτί πρώτων βοηθειών

noun (emergency medical set)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Motorists should carry a first-aid kit in their cars.

συνδρομή ξένων δυνάμεων

noun (assistance given to another nation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many poor countries rely on foreign aid to provide their people with even the most basic services.

βοηθάω

verbal expression (provide charity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some criminals ease their conscience by giving aid to the poor.

ακουστικό βαρηκοΐας

noun (device worn by the hard of hearing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She's growing deaf, but refuses to wear a hearing aid.
Κουφαίνεται σιγά σιγά, αρνείται όμως να φορέσει ακουστικό βαρηκοΐας.

που ειδικεύεται στα ακουστικά για βαρύκοους

noun (expert in devices for the hard of hearing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπέρ

adverb (for the benefit of: [sb])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm collecting money in aid of my favourite charity.

υπέρ

adverb (for the benefit of: [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νομική βοήθεια

noun (service of a lawyer)

This is a complicated matter, so I would advise you to seek legal aid.

ένδικο βοήθημα πενίας, ευεργέτημα πενίας, δικαίωμα πενίας

noun (free or subsidized legal assistance) (νομική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The migrant worker's family received pro bono assistance from legal aid attorneys.

ασφάλεια υγείας

noun (insurance for medical care)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Medical aid will cover the cost of any medicines you need.

ιατρική βοήθεια

noun (emergency medical help)

The charity is providing medical aid for victims of the flood.

που βοηθάει να θυμηθώ

noun (mnemonic, aide-mémoire) (κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The word acted as a memory aid for the person making a speech.

αλληλοβοήθεια

noun (reciprocal help, assisting one another)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυβερνητική υποστήριξη

noun (financial support by government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She didn't work when she went to school: she received state aid.

βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό

(extra teaching material)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οπτικό βοήθημα

noun (often plural (pictures, etc., in a speech or writing)

βοήθημα όρασης

noun (often plural (device to help with vision)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με τη βοήθεια

preposition (helped by [sb], [sth]) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του aid

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.