Τι σημαίνει το ahead στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ahead στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ahead στο Αγγλικά.

Η λέξη ahead στο Αγγλικά σημαίνει μπροστά, μπροστά, μπροστά από κπ, μπροστά από κτ, μπροστά από κπ, πριν από κτ, πριν από κπ, νωρίτερα από κπ, ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ, που προηγείται, επόμενος, ερχόμενος, είμαι πιο μπροστά, προσπερνάω, προχωρώ με αποφασιστικότητα, συνεχίζω κτ αποφασιστικά, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, προσπερνάω, προσπερνώ, αποκτώ το πλεονέκτημα, περνάω, ξεπερνάω, βάζω στην άκρη, -, προχωρώ, συνεχίζω, προηγούμαι, ξεπερνώ, προλαβαίνω, τι πρόκειται να συμβεί, κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου, κοιτάζω μπροστά, προετοιμάζομαι, οργανώνομαι, προχωρώ παρά τις δυσκολίες, συνεχίζω, παίρνω προβάδισμα, υπερέχω, συνεχίζω, προηγούμαι, προπορεύομαι, προσπαθώ να προβλέψω, πρωτοποριακός, πρωτοποριακός για την εποχή του, που είναι πιο μπροστά, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, κυρίαρχος του παιχνιδιού, νωρίτερα, εκ των προτέρων, ακριβώς μπροστά, πιο μπροστά, πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ, πρόσω ολοταχώς, προτρέχω, δίνω το πράσινο φως σε κπ, δίνω το πράσινο φως για κτ, απλά, απλώς, κάνω, το ΟΚ, το οκέι, καθοριστικός, προηγούμαι, σπρώχνω, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, μπροστά, τι με περιμένει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ahead

μπροστά

adverb (in front)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cheri couldn't see ahead; too many people were blocking her view.
Η Σέρι δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καθώς πολλοί άνθρωποι μπλόκαραν το οπτικό πεδίο της.

μπροστά

adverb (in a race: in front)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Neil is getting ahead in the race!
Ο Νηλ βγαίνει μπροστά στον αγώνα!

μπροστά από κπ

preposition (in a race: in front)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The race is in its final lap, and Ivy is ahead of everyone.
Είναι ο τελευταίος γύρος του αγώνα κι ο Άιβι είναι μπροστά από όλους.

μπροστά από κτ

(in front, before)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The truck ahead of ours has a flat tire.
Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο.

μπροστά από κπ

preposition (in front, before)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We couldn't move because there was an accident ahead of us.
Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε γιατί είχε γίνει ατύχημα μπροστά μας.

πριν από κτ

preposition (prior to, earlier than)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Thank goodness we finished that project ahead of the deadline.
Ευτυχώς τελειώσαμε το πρότζεκτ πριν από την προθεσμία.

πριν από κπ, νωρίτερα από κπ

preposition (before, earlier than)

John arrived at the restaurant ahead of his brother.
Ο Τζον έφτασε στο εστιατόριο πριν από (or: νωρίτερα από) τον αδερφό του.

ανώτερος από κπ/κτ, καλύτερος από κπ/κτ

preposition (superior to)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Jon is ahead of the other children in his reading ability. This car is far ahead of the others in overall handling and safety.
Ο Τζον είναι μπροστά από τα άλλα παιδιά σε ό,τι αφορά τις ικανότητές του στην ανάγνωση. Αυτό το αυτοκίνητο είναι πολύ ανώτερο από τα άλλα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό και την ασφάλεια.

που προηγείται

adjective (currently winning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At the end of the second half, the home team was ahead.

επόμενος, ερχόμενος

adverb (in the future)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I look forward to working with you in the weeks ahead.
Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες.

είμαι πιο μπροστά

phrasal verb, intransitive (figurative (have an advantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Compared to the UK, Sweden is ahead in terms of employment security.

προσπερνάω

phrasal verb, intransitive (gradually pass [sb/sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προχωρώ με αποφασιστικότητα

phrasal verb, intransitive (move forward with determination)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Forge ahead and don't let your depression get the best of you.

συνεχίζω κτ αποφασιστικά

(do with determination)

Forge ahead with your life; don't let negativity get the better of you.

πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά

phrasal verb, intransitive (figurative (be successful) (γίνομαι επιτυχημένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In order to get ahead in business, you need to be assertive.
Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός.

προσπερνάω, προσπερνώ

(overtake)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ran faster and got ahead of his sister just as they reached the car.
Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο.

αποκτώ το πλεονέκτημα

phrasal verb, intransitive (figurative (gain advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company got ahead by adopting a new business model.
Η εταιρεία πήρε το προβάδισμα υιοθετώντας ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο.

περνάω, ξεπερνάω

(figurative (be more successful) (σε επιτυχία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The firm developed a multimedia game system that allowed it to get ahead of its rivals.
Η εταιρεία σχεδίασε ένα σύστημα πολυμέσων για παιχνίδια το οποίο της επέτρεψε να ξεπεράσει τους αντιπάλους της.

βάζω στην άκρη

phrasal verb, intransitive (US, informal, figurative (save money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

phrasal verb, intransitive (do [sth] as planned)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I can't come with you this weekend after all, but don't let that stop you; you go ahead.
Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε.

προχωρώ, συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (take place as scheduled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The meeting will go ahead.
Η συνάντηση θα συνεχιστεί.

προηγούμαι

(lead, overtake)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπερνώ

phrasal verb, intransitive (figurative (be first, outdo others) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προλαβαίνω

(figurative (manage in advance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jill is trying to keep ahead of the weeds in her garden.
Η Τζιλ προσπαθεί να προλαβαίνει τα αγριόχορτα στον κήπο της.

τι πρόκειται να συμβεί

phrasal verb, intransitive (figurative ([sth]: be going to happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No matter our plans, we never really know what lies ahead.

κοιτάζω μπροστά, κοιτάζω μπροστά μου

phrasal verb, intransitive (see what is in front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When you are the driver, it's best to look ahead on the road.
Όταν είσαι ο οδηγός είναι καλύτερο να κοιτάζεις μπροστά στο δρόμο.

κοιτάζω μπροστά

phrasal verb, intransitive (figurative (think of the future) (μεταφορικά)

The company is looking ahead to the future and hopes to expand its business.
Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.

προετοιμάζομαι, οργανώνομαι

phrasal verb, intransitive (be prepared)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's a good thing you planned ahead, otherwise we might have never found a hotel.

προχωρώ παρά τις δυσκολίες

phrasal verb, intransitive (figurative (make progress with difficulty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Despite the setbacks, we need to plow ahead with the project so we can finish it by the deadline.

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (informal (continue, persevere) (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Despite the worsening weather conditions, the explorers decided to press on with their journey.

παίρνω προβάδισμα

phrasal verb, intransitive (move to the front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερέχω

phrasal verb, intransitive (figurative (excel, outdo: competitors)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (persevere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although the path was becoming very steep, the hikers decided to push ahead.

προηγούμαι, προπορεύομαι

phrasal verb, intransitive (go before, precede) (πηγαίνω πρώτος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Belinda told Cristal to run ahead to try to catch the bus before it leaves.

προσπαθώ να προβλέψω

phrasal verb, intransitive (predict, prepare for future)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I pack for a vacation, I try to think ahead and bring all the items that I might need.

πρωτοποριακός

adjective (advanced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company prides itself on bringing products to market that are ahead of their time.
Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους.

πρωτοποριακός για την εποχή του

adjective (enlightened)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This diary reveals that some men in the past were ahead of the times with regard to women's rights.

που είναι πιο μπροστά

expression (figurative (more advanced than others) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση

expression (informal, figurative (at an advantage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bruce was ahead of the game because he repaired the roof before the rains came.

κυρίαρχος του παιχνιδιού

expression (informal, figurative (beating competitors) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νωρίτερα

adverb (earlier than scheduled)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They estimated that the new Olympic stadium would be ready in September 2011 but actually it was finished ahead of time.
Υπολόγισαν ότι το νέο Ολυμπιακό Στάδιο θα ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβρη του 2011 αλλά στην πραγματικότητα τελείωσε νωρίτερα.

εκ των προτέρων

adverb (in advance, earlier)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He was able to put the wallpaper up fast because I had primed the plaster ahead of time.

ακριβώς μπροστά

adverb (US, slang (directly in front) (ΗΠΑ,αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can't possibly miss the target: it's dead ahead!

πιο μπροστά

adverb (in the distance in front of you)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πολύ πιο προχωρημένος από κπ/κτ

expression (long way past [sth] or [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσω ολοταχώς

interjection (train: at top speed)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The enemy's approaching from the south – full speed ahead!

προτρέχω

verbal expression (think or act prematurely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω το πράσινο φως σε κπ

verbal expression (informal (authorize [sb] to do [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω το πράσινο φως για κτ

verbal expression (informal (authorize [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλά, απλώς

verbal expression (informal (do [sth] with permission)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Yes, of course you can have a snack; go ahead and help yourself to whatever you want.

κάνω

verbal expression (informal (do [sth] without permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah's parents said she couldn't go to the party, but she went ahead and did it anyway. I didn't have time to ask my boss if she wanted me to deal with the problem; I just went ahead and did it.
Ο γονείς της Σάρας της είπαν ότι δεν μπορεί να πάει στο πάρτυ, αλλά εκείνη παρόλα αυτά το έκανε. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω το αφεντικό μου αν ήθελε να χειριστώ το πρόβλημα. Απλά το έκανα.

το ΟΚ, το οκέι

noun (informal (authorization) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Developers have got the go-ahead from the council to build on the site.

καθοριστικός

adjective (informal (goal: puts score, team ahead)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The batter hit a go-ahead home run.

προηγούμαι

(literal (go in front)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

(move [sth] forward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor walked into the supermarket, pushing the trolley ahead.

ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια

adverb (directly in front)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She looked straight ahead in order to avoid eye contact with him.

μπροστά

adverb (at some distance in front of you)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τι με περιμένει

interjection (what will happen in the future)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With these guys in office who knows what lies ahead?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ahead στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ahead

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.