Τι σημαίνει το agreeing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης agreeing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agreeing στο Αγγλικά.
Η λέξη agreeing στο Αγγλικά σημαίνει συμφωνώ, συμφωνώ με κπ, συμφωνώ με κπ για κτ, συμφωνώ, συμφωνώ, συμφωνώ, δέχομαι, συμφωνώ, συμφωνώ με, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ, συμφωνώ, το σηκώνω, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, συμφωνώ με τους όρους, συμφωνώ να κάνω κτ, συμφωνώ με όλα, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, αδυναμία συμφωνίας, συμφωνώ, διαφωνώ με, διαφωνώ με κπ, πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα, συμφωνώ απόλυτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης agreeing
συμφωνώintransitive verb (individual: think same) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I think we should leave—do you agree? Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς; |
συμφωνώ με κπ(have same opinion) I asked Jane for her opinion, and she agreed with me. Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
συμφωνώ με κπ για κτverbal expression (have same opinion about) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We all agreed with Jack about the colour of the new chairs. Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
συμφωνώtransitive verb (with clause: share opinion) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the pupils agree that she is a good teacher. Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα. |
συμφωνώintransitive verb (group: share opinion) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The committee agreed to approve the plan. Η επιτροπή συμφώνησε να εγκρίνει το σχέδιο. |
συμφωνώ, δέχομαιintransitive verb (say yes) (λέω ναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I asked him to come to the party and he agreed. Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε). |
συμφωνώintransitive verb (harmonize, tally) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We both counted the votes, but our results don't agree; I tallied 750 "yes" votes and you got only 748. Και οι δύο μετρήσαμε τις ψήφους αλλά τα αποτελέσματά μας δεν συμφωνούν. Εγώ μέτρησα 750 θετικές ψήφους ενώ εσύ μόνο 748. |
συμφωνώ με(grammar: have concordance) In French, the adjective must agree with the noun. Στα Γαλλικά, το επίθετο πρέπει να συμφωνεί με το ουσιαστικό. |
συμφωνώ σε κτ(decide mutually) Both sides agreed on a truce. |
συμφωνώ σε κτ(slightly formal (decide mutually) The two men agreed upon a price for the secondhand car. |
συμφωνώintransitive verb (figurative (match) (ταιριάζω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If the numbers on two playing cards agree, then they are a pair. Αν οι αριθμοί σε δύο από τα φύλλα συμφωνούν, τότε είναι ζευγάρι. |
συμφωνώintransitive verb (come to terms) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Regarding the terms of the divorce, we need to agree before the judge. |
το σηκώνωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (be good for digestion) (καθομ, μεταφορικά: για φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Spicy food does not agree with me. Το πικάντικο φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι. |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (consent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The patient has agreed to the procedure. |
συμφωνώ με τους όρουςverbal expression (decide conditions) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The two companies agreed on terms and the contract was signed. |
συμφωνώ να κάνω κτverbal expression (consent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Olivia's parents agreed to let her go to the party. |
συμφωνώ με όλαverbal expression (not be discerning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His love is blind; he will agree to anything. |
συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμεverbal expression (accept different opinion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you can't see things my way we will just have to agree to disagree because I won't change my mind either. |
αδυναμία συμφωνίαςnoun (disagreement) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμφωνώinterjection (I am of the same opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) “I agree!” Tom said. “You're right!” «Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!» |
διαφωνώ μεverbal expression (object to, not share) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I do not agree with your answer. Διαφωνώ με την απάντησή σου. |
διαφωνώ με κπverbal expression (disagree) My dad and I really don't agree on immigration. |
πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούραverbal expression (figurative, informal (food: affect digestion) (καθομιλουμένη, για φαγητά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dairy products don't agree with me. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πειράζουν. |
συμφωνώ απόλυταintransitive verb (emphatic (have same opinion) "There's too much salt in this soup." "I quite agree." |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agreeing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του agreeing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.