Τι σημαίνει το aim στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aim στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aim στο Αγγλικά.

Η λέξη aim στο Αγγλικά σημαίνει σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ, σημαδεύω, σημαδεύω, στοχεύω, στοχεύω σε, στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε, έχω στόχο, απευθύνομαι σε, σκοπός, στόχος, σημάδι, σημάδι, στοχεύω, στοχεύω ψηλά, στοχεύω ψηλά, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, σημαδεύω, σκοπεύω, σημαδεύω, στοχεύω, απώτερος σκοπός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aim

σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω

intransitive verb (choose a target)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stephen aimed carefully and prepared to fire.
Ο Στίβεν στόχευσε (or: σημάδεψε) προσεκτικά κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει.

στοχεύω με κτ, σκοπεύω με κτ

transitive verb (weapon: point)

The soldier aimed his rifle and fired.
Ο στρατιώτης στόχευσε (or: σημάδεψε) με το όπλο του και πυροβόλησε.

σημαδεύω

(try to hit) (κάποιον/κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Although he aimed the arrow at the bull's eye, he hit the outside ring every time.
Αν και σημάδευε με το βέλος το κέντρο του στόχου, κάθε φορά πετύχαινε τον εξωτερικό δακτύλιο.

σημαδεύω, στοχεύω

(try to hit) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nathan was aiming at the target with his .40-caliber pistol.
Ο Νέιθαν σημάδευε τον στόχο με το διαμετρήματος 40 χιλιοστών πιστόλι του.

στοχεύω σε

(figurative (have as a goal) (μεταφορικά)

Jack's aiming at becoming the president of the company someday.
Ο Τζακ επιδιώκει να γίνει ο πρόεδρος της εταιρείας κάποια μέρα.

στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε

(figurative (try to reach, achieve)

The students aim for high marks during examinations.
Οι μαθητές επιδιώκουν υψηλούς βαθμούς κατά τη διάρκεια των εξετάσεων.

έχω στόχο

verbal expression (figurative (intend, aspire) (να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
When I play, I aim to win.
Όταν παίζω, στοχεύω στη νίκη.

απευθύνομαι σε

(figurative, often passive (have as intended audience) (κάτι/κάποιον)

The movie is aimed at a younger audience.
Η ταινία απευθύνεται σε νεαρό κοινό.

σκοπός, στόχος

noun (objective, purpose) (λόγος ύπαρξης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The aim of an army is to protect the people.
Ο σκοπός (or: στόχος) του στρατού είναι να προστατεύει τον λαό.

σημάδι

noun (pointing a weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hunter missed because his aim was off.

σημάδι

noun (shooting accuracy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom has a good aim.

στοχεύω

(try to hit: a target)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aim for the center of the target.

στοχεύω ψηλά

(try to hit a high target)

You have to aim high when you shoot baskets.

στοχεύω ψηλά

(figurative (aspire to do well) (μεταφορικά)

Jerry needs to aim high if he wants to get grades that are good enough to do Medicine at university.

Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!

interjection (command to someone firing a weapon) (στρατός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σημαδεύω, σκοπεύω

(point a weapon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He raised his gun and took aim.

σημαδεύω, στοχεύω

verbal expression (point a weapon at) (με όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I saw a sniper taking aim at us from a second-story window.

απώτερος σκοπός

noun (underlying or most important goal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ultimate aim of this presentation is to show you how global warming affects all of us.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aim στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του aim

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.