Τι σημαίνει το arguing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arguing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arguing στο Αγγλικά.

Η λέξη arguing στο Αγγλικά σημαίνει καυγάς, καβγάς, τσακωμός, που καυγαδίζει, που καβγαδίζει, που τσακώνεται, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, τσακώνομαι, συζητώ, υποστηρίζω κτ, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, υπερασπίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arguing

καυγάς, καβγάς, τσακωμός

noun (act of quarreling)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My parents' constant arguing upsets me.

που καυγαδίζει, που καβγαδίζει, που τσακώνεται

adjective (engaged in a quarrel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The arguing couple were making quite a scene.

λογομαχώ, διαπληκτίζομαι

intransitive verb (quarrel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Even newlyweds sometimes argue.
Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά.

μαλώνω, τσακώνομαι

(disagree) (για κτ, με κπ για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My friend always argues about money with her husband.
Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά.

συζητώ

intransitive verb (reason, debate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He won't listen to emotional outbursts, but prefers to argue rationally.
Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά.

υποστηρίζω κτ

(give reasons in favour) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school principal argued for more teachers at the last board meeting.
Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου επιχειρηματολόγησε υπέρ του διορισμού περισσότερων καθηγητών.

υποστηρίζω, ισχυρίζομαι

transitive verb (with clause: assert, maintain) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many physicists argue that black holes exist.
Πολλοί φυσικοί υποστηρίζουν (or: ισχυρίζονται) ότι υπάρχουν μαύρες τρύπες.

υπερασπίζομαι

transitive verb (case, point of view: put forward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The defendant hired a lawyer to argue his case before the court. Nancy likes to argue her point of view.
Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arguing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του arguing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.