Τι σημαίνει το are στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης are στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του are στο Αγγλικά.

Η λέξη are στο Αγγλικά σημαίνει είσαι, είμαι, είμαι, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, είμαι, είμαι, είμαι, -, -, -, κάνω, πηγαίνω, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, είμαι, είναι, κάνει, είσαι μέσα;, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, Έλα όπως είσαι, οι μέρες του είναι μετρημένες, οι μέρες του είναι μετρημένες, να, να 'μαστε, ορίστε, ορίστε, ορίστε, Τι κάνεις;, πώς είσαι, αποδέχομαι κτ και συνεχίζω, παίρνω κτ απόφαση και συνεχίζω, δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει, υπάρχουν, ορίστε, έτσι, να τον, να τος, Τι κάνεις;, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, Παρακαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης are

είσαι

(be: present indicative) (β' ενικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Where are they? Are you serious?
Πού είναι αυτοί;

είμαι

intransitive verb (nature)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
My mother is short.
Η μητέρα μου είναι κοντή.

είμαι

intransitive verb (state)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Barry is ill. // Audrey is hungry. // Tania is right.
Ο Μπάρι είναι άρρωστος.

είμαι

intransitive verb (exist)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
There is a woman of 101 in the house opposite.
Στο απέναντι σπίτι είναι μια γυναίκα 101 ετών.

είμαι, βρίσκομαι

intransitive verb (be located)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The butter is on the table.
Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι.

είμαι

intransitive verb (event: occur)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
The play is at eight o'clock.
Το έργο είναι στις οχτώ.

είμαι

intransitive verb (equates two noun phrases)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
She is a police officer.
Είναι αστυνομικός.

είμαι

intransitive verb (condition: age)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Robert is ten years old.
Ο Ρόμπερτ είναι δέκα χρονών.

-

auxiliary verb (with present participle: continuous) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Teresa is eating her dinner at the moment.
Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της.

-

auxiliary verb (with present participle: future) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We are playing tennis this weekend.
Θα παίξουμε τένις το σαββατοκύριακο.

-

auxiliary verb (with past participle: passive) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My wallet was stolen yesterday.
Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες.

κάνω

intransitive verb (cost)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is seven dollars.
Κάνει εφτά δολάρια.

πηγαίνω, βρίσκομαι

intransitive verb (have been: go, gone)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been to Rome.
Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη.

να είσαι, να είστε

intransitive verb (imperative) (προστακτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Be quiet! Be reasonable!

είμαι

intransitive verb (feel)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I'm dizzy after that rollercoaster ride.

είναι

intransitive verb (time) (γ' πρόσωπο: η ώρα)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
It's half past eight.

κάνει

intransitive verb (weather) (π.χ. κρύο, ζέστη)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It's cold today; you'll need your hat and gloves.

είσαι μέσα;

noun (informal (are you willing?) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

expression (question to restaurant customer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Έλα όπως είσαι

verbal expression (no dress code)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What should I wear to the party? Just come as you are.

οι μέρες του είναι μετρημένες

expression (person will die soon)

οι μέρες του είναι μετρημένες

expression (person will lose position soon)

να

expression (presenting [sth], [sb])

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
"Good evening," said the presenter, "here is the news."

να 'μαστε

interjection (said on arriving at destination)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίστε

interjection (said on locating [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίστε

expression (we are in this current situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορίστε

interjection (this is what you need)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τι κάνεις;

expression (informal (greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"How are you doing?" "Not too bad, how about you?"

πώς είσαι

expression (greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hello Phil, how are you? Good to see you again.

αποδέχομαι κτ και συνεχίζω, παίρνω κτ απόφαση και συνεχίζω

verbal expression (figurative (work with what you have) (μια κατάσταση, ένα γεγονός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει

expression (figurative, informal ([sb] is unintelligent) (μυαλό, άτομο)

My brother can be incredibly stupid sometimes; the lights are on but nobody's home.

υπάρχουν

expression (indicating [sth] plural)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There are fifteen men in this office and only three women.
Στο γραφείο υπάρχουν δεκαπέντε άντρες και μόνο τρεις γυναίκες.

ορίστε

expression (when giving or showing [sb] [sth])

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
"There you are," said Ruth as she handed me a cup of coffee.

έτσι

expression (just as expected)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There you are, I knew you would pass the exam!

να τον, να τος

expression (when finding [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There you are! I've been looking for you for ages.

Τι κάνεις;

expression (what are you doing now?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"What are you up to now?" a voice asked Sara when she answered the phone.

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

adverb (informal, figurative (ultimately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the chips are down, are you brave enough to keep going?

Παρακαλώ

interjection (colloquial (response to thanks)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When someone thanks you, the proper response is to say "you're welcome".
Όταν κάποιος σου λέει ευχαριστώ, η σωστή απάντηση είναι να πεις «παρακαλώ».

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του are στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του are

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.